Τουκαράμ

Τουκαράμ

Ένα ινδουιατικό ποίημα του 17ου αιώνα

Στη δυστυχία του άλλου βρίσκουν τη χαρά τους, να το σημάδι της διαστροφής. Τους σημαδεύει για την κόλαση η ζήλεια. Ανοίγουνε τα αυτιά τους για να ακούσουνε κακογλωσσιές, να πάνε να τις πούνε. Σαλτιμπάγκοι, λέει ο Τουκάτ, που δεν δαμάσανε τα στόματά τους. Βλέπω τα σφάλματα του διπλανού μου, μήπως απ' τα δικά μου έτσι γλιτώνω; Βλέπω τις αμαρτίες του διπλανού μου, μήπως απ' τις δικές μου έτσι γλιτώνω; Να μαρτυρήσω τα εγκλήματα των άλλων; Μα τα δικά μου είναι πιο πολλά. Αν από μένα ψεύτης πιο μεγάλος, ας μου τον δείξουν. Στα ράφια μου, λέει ο Τουκάτ, κάθε κακία. Κι αυτά τα αφιερώματά μου Κύριε σε σένα.

Ο παπαγάλος μια χαρά λέει το μάθημά του. Καταλαβαίνει όμως έστω και μια λέξη; Να ονειρευτείς πως βασιλεύεις δε σου βάζει στέμμα. Η πείρα αυτό μου το' δειξε καλά. Γιατί ο λόγος μου να λουλουδίζει αν απ' τα πόδια σου με πάει μακριά; Σ' έναν καθρέφτη μέσα θησαυρός ούτε χέρια γεμίζει ούτε πορτοφόλι. Κι όμως στα μάτια μας φαντάζει αληθινός. Συνέχεια όλο κάτι επιθυμώ και μένω με την πεθυμιά μου. Ζω σ' έναν κόσμο που' ναι αδειανός. Και τα τραγούδια που συνθέτω λέξεις που θα ' πρεπε να με γεμίζουν γλύκα. Αν πάρουμε τοις μετρητοίς ό,τι οι παλιοί οι ποιητές μας λένε. Ο βοσκός, λέει ο Τουκάτ, φυλάει ένα κοπάδι, σκέφτεται «είναι το κοπάδι μου» όμως το κέρδος δεν είναι για τον ίδιο.

Σε τρώει ο μόχθος της ημέρας για να χορτάσεις την πείνα σου, μα για το ψωμί σου τ' αληθινό δε δίνεις διάρα. Σαν ήσουν στην κοιλιά της μάνας σου ακόμα αυτός σε φρόντιζε. Βρέχει το σύννεφο τροφή στην άσπρη πριμαβέρα, κι εσένα πώς μπορεί να σε ξεχάσει. Θηρία των δασών, αγριοπούλια, το κάθε τι που ζει στη γη σκύβει ο θεός και το φροντίζει. Αν στην καρδιά σου μπει η εμπιστοσύνη, λέει ο Τουκάτ, αυτός, ο Κύριος της μοίρας, δε θα σε ξεχάσει.

Η λάμπα μου είναι αναμμένη, μέρα και νύχτα τρώω το δρόμο με τα μάτια μου. Λαμπάδιασε η καρδιά μου από προσμονή, αχ να σε δω! Βγήκα για να σε δω να φεύγεις, στο δρόμο που βαδίζεις κείτεται η ψυχή μου. Τις μέρες σου του ταξιδιού, τις μέρες που απομένουν να γυρίσεις, στέκομαι εδώ και τις μετράω, λέει ο Τουκάτ. Πού κρύβεσαι; Ποιον έταξες για να βοηθήσεις; Κοιμάσαι μήπως Θεέ μου; Πού κρύβεσαι; Ποιο κάλεσμα αγάπης σε κρατάει; Ποιανού παρηγορείς τους πόνους; Τα λάθη μου, οι ανεμελιές μου, μήπως έχουν προκαλέσει την οργή σου; Ω Κύριε της μοίρας, πες μου τι έγραψες στο μέτωπό μου. Ό,τι μου μένει απ' τη ζωή, λέει ο Τουκάτ, είναι μέσα στα μάτια μου. Ο κόσμος όλος με κυνηγάει. Ο Ναραγιάνα είναι μήπως νεκρός; Είμαι ορφανός χωρίς ελπίδα καμιά, προστάτης μου κανείς, καταφυγή καμία. Ο κόσμος με κάνει να τρέμω. Δεν έχει μήπως ντροπή ο Θεός; Από την απουσία του θεού, λέει ο Τουκάτ, όλη η γη μεταμορφώθηκε σε έρημο. Ποιος θα μου ψιθυρίσει αυτές τις λέξεις, «πήγαινε, σε φωνάζει της Πανταρί ο αφέντης». Τότε χωρίς να κλάψω αυτόν τον κόσμο στο δρόμο που με οδηγεί στη μάνα μου θα τρέξω. Βγαίνει η καρδιά μου απ' τη σκιά κι από την προσμονή της τρέμει.

Πότε τα μάτια μου θα δουν ο άγγελος να φτάνει; Τη μέρα που θα δω την Πανταρί, λέει ο Τουκάτ, θα λαμπαδιάσει η κληρονομιά μου. Κατάφερα επιτέλους να μάθω ποιος είσαι. Ποιος μπορεί πια να σε κρύψει; Πες μου γιατί με πόνεσες τόσο πολύ. Ανάμεσα σε μένα και σε σένα πια ο πόλεμος. Ξετσίπωτος μπάσταρδος χωρίς κάστα, ακόλαστος και ύπουλος, να, τέτοιος είσαι! Ψεύτη, έτσι σε φώναζαν παλιά και τώρα ξέρω πως αυτό τ' αληθινό τ' όνομά σου. Φονιά, άνοιξες τη χολή μου, λέει ο Τουκάτ, και πια τα χείλια μου δεν τα διαφεντεύω.

Είμαι ο πιο αγαπημένος σου από τα μικρότερά σου αδέλφια. Αυτή σου την αγάπη εκμεταλλεύτηκαν τα χείλια μου για να σε βρίσουν. Είπα όσα δεν έπρεπε. Πρέπει θεέ μου να μ' αντέξεις. Όταν μες στα παιδιά τους κάποιο είναι χαζό του δίνουν χάδια πιο αγαπησιάρικα οι γονείς του. Εσύ πατέρα μου, μητέρα μου εσύ, λέει ο Τουκάτ, μην έχεις στην καρδιά σου οργή για μένα. Όπου κι αν πάω είσαι ο σύντροφος, κρατάς το χέρι μου και μ' οδηγείς. Στο δρόμο αυτό που περπατώ είσαι το μόνο στήριγμά μου. Στο πλάι μου το φόρτωμά μου το βαρύ σηκώνεις. Στο δρόμο μου, αν παραπατώ, εσύ μ' αναστηλώνεις. Έσπασες την αντίστασή μου, μ' έσπρωξες μπροστά. Όλα τα όντα, όλοι οι άνθρωποι γίνηκαν αδερφοί μου αγαπημένοι. Τώρα η χαρά σου μπαίνει μέσα μου, με περιβάλλει, λέει ο Τουκάτ, είμαι ένα παιδί που παίζει μέσα σε γιορτή. Γεμίζει όλο το χώρο της καρδιάς μου αυτή η χαρά και σα μια θάλασσα φουσκώνει. Τι είναι ανησυχία δεν το ξέρω, λέει ο Τουκάτ.

Ιδού, έφτασε ο καιρός της ευτυχίας. Το πανηγύρι της Παντανί πλησιάζει. Μαζεύονται οι Βαιχναού για να αγοράσουν του θεού το όνομα. Ψωνίστε όσα μπορείτε στην αγορά, τίποτα μην αφήνετε, ήρθε η βροχή, το πλήρες του έρωτα έγινε. Ο ουρανός ακούμπησε στο πρόσωπο. Ευτυχισμένη, ευτυχισμένη η γη πλημμυρισμένη απ' του θεού το όνομα. Οι κολασμένοι που αγοράζουν απ' αυτό γίνονται απ' τους ανθρώπους οι πιο ευτυχισμένοι. Το χώρο της καρδιάς ας τον φαρδύνουμε για να στοιβάξουμε τα αληθινά μας πλούτη. Όσοι δεν πήραν, λέει ο Τουκάτ, πεθάνανε με άδεια χέρια.

Τ' όνομα του θεού είναι ένα πλοίο. Με κείνο πέρασα του κόσμου το ποτάμι. Τ' όνομα του θεού ένα άλογο κι ένα σπαθί. Το δρόμο μου άνοιξα στη λόχμη των αναγεννήσεων. Τ' όνομα του θεού το τόξο και τα βέλη. Τρύπησα τον αιώνα του σιδήρου που αφανίστηκε. Τ' όνομα του θεού που με τη δύναμή του μ' έταξε κύριο του κόσμου αυτού, να' μαι που έγινα! Τι μου' κανε η παρουσία σου η αόρατη. Όταν φανερωθείς μπορώ να σου δωρίσω, μπορώ ακόμα και να πάρω από σένα. Κάνε να μη φοβάμαι πια ότι θα φύγεις, πες μου εσύ που γέμισες το σύμπαν. Έχω δοθεί σε σένα και θα μείνω. Πλάι στο κρεβάτι που τ' όνομά του υμνείς στέκει ο Ναραγιάνα.

Θαρρείς πως έχεις γίνει δάσκαλος αν όλες τις παλιές γραφές έχεις διαβάσει. Να αποκριθείς όμως στο ποιος να είμαι δε γνωρίζεις. Σαν γάιδαρος με το σαμάρι του γυρίζεις τα φύλλα των βιβλίων όμως με τι οι σοφοί τα' χουν φορτώσει δεν το καταλαβαίνεις.

Το κορμί αποθήκη με δυστυχία, το κορμί τσουβάλι μ' αρρώστιες, το κορμί τρώγλη με βρώμα. Τίποτα πιο ακάθαρτο απ' το κορμί. Το κορμί απ' το καλό το καλύτερο. Το κορμί μπουκέτο ευτυχία. Το κορμί όλα τ' αφήνει να γίνουνε. Στο κορμί ο υπέροχος ενώνεται. Το κορμί λακκούβα με βρώμες, το κορμί δίχτυ με ψευδαισθήσεις που τρελλαίνουν. Το κορμί βουτηγμένο στο έρεβος. Το κορμί ταϊσμένο στις ρίζες της αμαρτίας. Το κορμί όλο μια αγνότητα. Το κορμί θησαυρός θησαυρών. Το κορμί όπου λύνονται οι αρμοί του κόσμου κι ο θεός βρίσκει στο κορμί μας τη χάρη του. Το κορμί ένας κόμπος από άγνοια. Το κορμί ένα μείγμα όλο βίτσια. Το κορμί κατοικία αμέτρητου πόνου. Στο κορμί μέσα ούτε ένα προτέρημα.

Μη δίνεις στο κορμί ευτυχία κάνοντας τα χατήρια του. Μη δίνεις στο κορμί δυστυχία ξεχνώντας τους πόθους του. Ούτε καλό είναι, ούτε κακό λέει ο Τουκάτ, τρέχα λοιπόν τον κύριο να λατρέψεις.

Όποιος δεν αγαπάει το Θεό, το ψέμα το λατρεύει. Τί να την κάνει της αλήθειας τη γλυκάφα.Δώσε στο σκύλο σου τροφές από αμβροσία, αυτός θα σκέφτεται τα κόκαλά του. Δώσε τυρόγαλα στο φίδι, θα σ' το ξεράσει φονικό φαρμάκι.

Ποτάμι της συγνώμης συντρίβει τους φραγμούς μας και το θάνατό μας.


Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε