Ταξίδι προς τον Άγγελο

Όταν ο Αρχάγγελος θέλησε να με φιλήσει ενώ βάδιζα αντίθετα από τους πρόσφυγες

Έχω μια παιδική φίλη, την Άννα. Πριν από μήνες μου είχε μιλήσει για ένα τάμα που έκανε. Ο άντρας μιας φίλης της ήταν βαριά άρρωστος, οι γιατροί του έδιναν 10 μέρες ζωής. Η Άννα έταξε στον Αρχάγγελο πως αν ο άντρας της φίλης της γίνει καλά θα πάει με τα πόδια από το λιμάνι της Μυτιλήνης στο Μοναστήρι του Ταξιάρχη. Την ίδια μέρα ο άνθρωπος έγινε τελείως καλά.

Εδώ ίσως θα χρειαστεί μια διευκρίνιση. Η Άννα είναι ο πιο συναισθηματικός άνθρωπος που ξέρω. Δένεται σφιχτά με τους γύρω της και χτίζει την πραγματικότητά της αποκλειστικά πάνω σε συναισθήματα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που έκανε ένα τέτοιο τάμα, ούτε βέβαια είναι περίεργο για μένα που της είπα αμέσως πως μπορούμε να πάμε μαζί... Διότι αισθάνομαι το χρέος. Πώς θα πάει μόνη της - μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, σκληρά εργαζόμενη, μητέρα 3 μικρών παιδιών, με αρκετά παραπανίσια κιλά- 39 χιλιόμετρα δρόμο; Θα πάω μαζί να την προσέχω! Βεβαίως δεν το είχα σκεφτεί και τόσο ώριμα όταν το είπα, αλλά το είπα και εφόσον το είπα, αν μου το ζητήσει θα το κάνω. Το χρέος που λέγαμε...

Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τίποτα για τον Ταξιάρχη του Μανταμάδου, παρόλο που, όπως φαίνεται, είναι αρκετά δημοφιλής. Από ό,τι έμαθα, στο Μοναστήρι είχαν επιτεθεί πειρατές. Έσφαξαν όλους τους μοναχούς εκτός από έναν που τον τράβηξε στην οροφή ο Αρχάγγελος και τον έσωσε. Με χώμα και το νωπό αίμα των μοναχών, έφτιαξε την εικόνα όπου απεικόνισε το πρόσωπο που είδε. Οι κάτοικοι και οι προσκυνητές θεωρούν αυτή την εικόνα ζωντανή και την περιβάλλουν με μεγάλο σεβασμό. Ακόμα και ο Τούρκος αγάς από απέναντι έστελνε κάθε χρόνο ένα βόδι και το θυσίαζε στο προαύλιο του ναού, συνήθεια που επικρατεί μέχρι σήμερα. Η εικόνα λοιπόν είναι ζωντανή, γεγονός που διαπίστωσα αυτοπροσώπως. Αλλάζει χρώματα, αλλάζει έκφραση, αδειάζει όταν κάποιος ζητάει τον Αρχάγγελο αλλού. Για παράδειγμα, όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, η εικόνα άδειασε για μια εβδομάδα. Ο Αρχάγγελος ήταν στην Κύπρο και προστάτευε τα παιδιά του χωριού που είχαν πάει να πολεμήσουν. 

Να λοιπόν, μήνες μετά, που ήρθε η ώρα και η Άννα το ζήτησε. Δεν το ζήτησε ακριβώς, το ανακοίνωσε. Τα σημάδια γύρω της είχαν αρχίσει και πληθαίνουν, άνθρωποι έρχονταν στη δουλειά της και της μιλούσαν για τον Ταξιάρχη, δαχτυλίδια έπεφταν στα πόδια της, ανατριχιαστικά πράγματα. Βρήκε λοιπόν την κατάλληλη ημερομηνία, άνθρωπο να αφήσει τα παιδιά, άδεια από τη δουλειά της. 29 Αυγούστου. Είμαστε σοβαροί; Μες στο κατακαλόκαιρο θα τρέχουμε σαν τις τρελλές να κάνουμε το Μαραθώνιο; Άσε που θέλει να πάμε και να γυρίσουμε τόσο ταξίδι αυθημερόν, στο κατάστρωμα. Σκέτο σκότωμα. Άσε τα έξοδα. Στράβωσα απίστευτα. Πού να πάω να ταλαιπωρηθώ έτσι, άστο. Έτσι κι αλλιώς η Άννα δε με πίεσε, μου το ανακοίνωσε και μου είπε να αποφασίσω μέσα στη βδομάδα αν θα πάω μαζί της. Κι αν το αποφασίσω να πάω να πάρω τα εισιτήρια. Βέβαια, διότι εγώ δεν έχω υποχρεώσεις και αναλαμβάνω τις χαμαλοδουλειές. Δεν πάω πουθενά.

Και τότε άρχισε μια περίεργη εβδομάδα όπου ο Ταξιάρχης με βομβάρδισε με μηνύματα. Δε θα σας πω λεπτομέρειες γιατί δεν τις θυμάμαι κιόλας. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι έφτασα μια μέρα να σηκώσω τα μάτια μου και να πω "Φτάνει, το κατάλαβα, θα πάω!" Τότε άνοιξα το πορτοφόλι μου και βρήκα στην πίσω θήκη (εκεί που βάζω μόνο χαρτιά) τα χρήματα για το εισιτήριο. Το δικό μου εισιτήριο μόνο, όχι της Άννας. Θα βιαστείτε να πείτε ότι ήταν η ιδέα μου, τα είχα βάλει εκεί και τα ξέχασα. Μπορεί. Αλλά ποτέ δε βάζω χρήματα εκεί κι ήταν ένας ιδιαίτερα δύσκολος οικονομικά μήνας. Εν πάσει περιπτώσει, ας πιστέψει ο καθένας ό,τι θέλει. Τα χρήματα με βόλεψαν, πήρα τα εισιτήρια και ξεκινήσαμε.

Αν και συνήθως η Άννα με στήνει αλύπητα, αυτή τη φορά ήμουν εγώ εκείνη που παραλίγο να χάσω το καράβι. Δεν είχα υπολογίσει σωστά την πύλη αναχώρησης, έτρεξα μια μεγάλη απόσταση και τελικά πρόλαβα την τελευταία στιγμή. Η Άννα με περίμενε στον καταπέλτη. Βρήκαμε ένα μέρος στο κατάστρωμα και στρώσαμε τα σλίπιν μπαγκ. Σοκαρίστηκα από το πόσα πολλά πράγματα είχε πάρει μαζί της η Άννα. Είδα ότι είχε στην τεράστια τσάντα της ένα μακρύ τζιν παλτό, 3 ζευγάρια παπούτσια και ποιος ξέρει τι άλλο. Εγώ είχα φροντίσει να μην πάρω μαζί μου σχεδόν τίποτα για να μην κουβαλάω επιπλέον βάρος. Οι συνθήκες στο κατάστρωμα ήταν αισχρές, βρωμιά, φασαρία, αέρας. Με έκπληξη είδα την Άννα να αποκοιμιέται αμέσως. Εγώ δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου όλη νύχτα, γενικώς ήταν ένα βασανιστικό ταξίδι. 

Φτάσαμε πριν τις 6.00 το πρωί. Η κατάσταση στο λιμάνι ήταν τεταμένη. Πρόσφυγες κοιμούνταν ακριβώς μπροστά στην προβλήτα. Στο χώρο υπήρχαν κάποιες σκηνές, ωστόσο οι περισσότεροι κοιμούνταν έξω, στο έδαφος. Ένας καταταλαιπωρημένος γκρίζος παππούς ξύπνησε και με κοίταξε νυσταγμένος καθώς περνάγαμε από πάνω του. Πήραμε τυρόπιτες και ξεκινήσαμε την πορεία μας με σχετική αισιοδοξία. Ειδικά η Άννα μου έκανε ακόμα και υποδείξεις να μη σταματάμε και τέτοια, την κοίταξα στραβά.

Η διαδρομή αρχικά ήταν πολύ όμορφη, παραλιακή. Συναντούσαμε συνέχεια μικρές ομάδες από πρόσφυγες που ρωτούσαν πώς θα πάνε στο λιμάνι. Κάποια είχε έφηβα κορίτσια αλλά οι περισσότεροι ήταν νέοι άντρες ή οικογένειες με μωράκια. Σε όλο το δρόμο δεν ξαναείδα κανέναν ηλικιωμένο σαν αυτόν που κοιμόταν στο λιμάνι. 

Για πολλή ώρα περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα περνώντας μέσα από όμορφα χωριά γεμάτα ζωή. Στην παραλία έβλεπες παρατημένα σωσίβια, από παντού άνθρωποι έρχονται σε αυτό το νησί για να σωθούν από τον πόλεμο. Μικρά χωριά με καφενεία και μαγαζιά, έσφυζαν από ζωή. Θεωρούσαμε ότι όλη η διαδρομή θα είναι έτσι εύκολη, μέσα στον πολιτισμό. Καθώς όμως απομακρυνθήκαμε από την παραλία και μπήκαμε στην ενδοχώρα ο δρόμος άρχισε να γίνεται ελαφρώς ανηφορικός και να απομακρύνεται από κατοικημένες περιοχές. Κουβαλούσαμε από ένα μπουκάλι νερό η καθεμία το οποίο είχαμε ανανεώσει 1-2 φορές. Ωστόσο τώρα γινόταν σαφές ότι ανεβαίναμε σε ένα βουνό πολύ μακριά από τα χωριά. Το νερό μου τελείωσε, καθησύχασα όμως τον εαυτό μου ότι έχει η Άννα. Όταν η Άννα γύρισε και μου είπε ότι τελείωσε και το δικό της το νερό. Ο ήλιος εν τω μεταξύ ανέβαινε ψηλά κορυφώνοντας. Σκέφτηκα τότε τα λόγια του γαμπρού μου "μην πάτε, θα πάθετε αφυδάτωση". Τον αγαπάω αλλά το στόμα του είναι ανεξέλεγκτο. Συναντήσαμε ένα γάιδαρο, το γεγονός αυτό για κάποιο λόγο με ενθάρρυνε. Αποφασίσαμε να βγούμε από την πορεία μας για να βρούμε νερό. Κάναμε μια μεγάλη παράκαμψη προς την παραλία όπου υπήρχε ένας οικισμός. Στην αρχή των σπιτιών μια γιαγιά πότιζε με το λάστιχο!!! Τη ρωτήσαμε και μας έστειλε σε ένα καφενεδάκι στην παραλία. Το ομολογώ ότι την κακολόγησα πολύ άσχημα μέσα μου. Να τρέχει το νερό από το λάστιχο κι εμείς να διψάμε! Πάντως το καφενεδάκι ήταν πολύ όμορφο, κάτσαμε αρκετά, ήπιαμε πορτοκαλάδες, πήραμε τηλέφωνα, εφοδιαστήκαμε με νερά και ξαναξεκινήσαμε. Στο γυρισμό η γιαγιά μας ρώτησε με αγωνία αν βρήκαμε τελικά νερό. Εντάξει, τη συγχώρησα.

Ο δρόμος ήτανε διάσπαρτος από ρούχα. Οι άνθρωποι που ήρθαν περπατώντας από τα βάθη της Ασίας, εδώ έφτασαν στα όρια της αντοχής του και πέταξαν ό,τι τελευταίο περιττό κουβαλούσαν πάνω τους προκειμένου να σώσουν τη ζωή του. Όλη η άκρη του δρόμου ήταν γεμάτη από ρούχα, μικρά παιχνιδάκια και προσωπικά αντικείμενα. Κάπου είδαμε ένα μεγάλο ρολόι τοίχου. Δεν πειράζει για το ρολόι, αρκεί να σωθούν οι άνθρωποι. 

Εξακολουθούσαμε να συναντάμε συχνά ομάδες προσφύγων, οικογένειες ή νέους άντρες. Μερικοί ρωτούσαν πώς θα φτάσουν στο λιμάνι, άλλοι απλώς περνούσαν μην έχοντας δύναμη ούτε για να επικοινωνήσουν. Από ό,τι καταλάβαμε, οι βάρκες τους άφηναν σε διάφορα βολικά σημεία λέγοντάς τους ότι εδώ είναι η Μυτιλήνη χωρίς να τους ενημερώσουν ότι το σημείο όπου έπρεπε να φτάσουν ήταν 7 και 10 χιλιόμετρα μακριά. Αυτό μου φάνηκε απάνθρωπο, ωστόσο, όπως διαπίστωσα αργότερα την ίδια μέρα, υπάρχουν και πολύ χειρότερα. 

Και να το μεγάλο βουνό. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, η θάλασσα κάτω. Το καλό ήταν ότι είχαμε ανοιχτό ορίζοντα μπροστά μας και βλέπαμε κατά κάποιο τρόπο το στόχο μας. Συγκεκριμένα ήταν σα να κυλάμε προς το στόχο μας κι όλα τα βουνά να μας δίνουν ώθηση. Η διαδρομή ήταν όμορφη. Σταματήσαμε λίγο σε ένα γεφυράκι. Ένα αυτοκίνητο έκανε όπισθεν για να μας ρωτήσει αν έχουμε νερό. Το ότι δε χρειαζόμασταν να μας πάει κάπου γιατί είχαμε αποφασίσει να πάμε περπατώντας ήταν για τους κατοίκους του νησιού δεδομένο. Η ώρα ήταν 14.00 το μεσημέρι κι εκεί τοποθετώ το τέλος της άνετης και αξιοπρεπούς πορείας και την αρχή του μαρτυρίου.

Μετά από αυτό το γεφυράκι ξεκίνησε η μεγάλη ανηφόρα. Η καημένη η Άννα προπορευόταν κουβαλώντας ένα τεράστιο φορτίο, μέσα στο μεσημεριανό καλοκαιρινό ήλιο. Αποφασισμένη. Προσπαθούσαμε να κόβουμε στις στροφές μέσα από μονοπάτια αλλά κι αυτό δεν ήταν εύκολο. Ντρεπόμουν και τους πρόσφυγες που είχαν περπατήσει πολύ περισσότερο υπό αντίξοες συνθήκες. Θυμάμαι μια τεράστια διπλή στροφή με τέτοια κλίση που ήταν σα να μας τραβάει πίσω. Ένα αυτοκίνητο πέρασε δίπλα μας και ρώτησε αν θέλουμε βοήθεια. Αρνηθήκαμε ευγενικά. Ο άνθρωπος παρατήρησε "αυτό πρέπει να είναι το τάμα σας". Εννοώντας ότι επιλέξαμε να κάνουμε αυτό το δρόμο καλοκαίρι, μεσημέρι και με τέτοιο βάρος. Η Άννα μου είπε μετά ότι παραλίγο να του δώσει την τσάντα της κι ότι τον έστειλε ο Ταξιάρχης. Βέβαια, για την Άννα όλα ήταν σταλμένα από τον Ταξιάρχη, ακόμα κι εγώ που τη συνόδεψα. Μπορεί να είναι και έτσι.

Σταματήσαμε σε ένα πανέμορφο εκκλησάκι, μέσα στη δροσιά. Ξαπλώσαμε στο πεζούλι. Η Άννα ήταν σε τραγική κατάσταση, οι μύες της δεν την υπάκουαν άλλο και δυσκολευόταν πολύ να κουνηθεί. Εγώ θεωρούσα ότι είμαι πολύ καλύτερα αφού δεν έχω πρόβλημα με το περπάτημα μεγάλων αποστάσεων, τα πόδια μου είναι μαθημένα. Αυτό που δεν είχα υπολογίσει ωστόσο ήταν οι φουσκάλες. Η Άννα με παρακάλεσε να πάω να δω αν έχει βρύση πίσω από το εκκλησάκι. Μόλις σηκώθηκα, έχασα τον κόσμο. Ένας φριχτός πόνος που δε με άφηνε ούτε καν να σταθώ όρθια. Η άσχημη σκέψη χτύπησε το μυαλό μου σαν αστραπή "πώς θα περπατήσω άλλα 8 χιλιόμετρα, εγώ δεν μπορώ καν να σταθώ όρθια". Δεν είπα τίποτα στην Άννα, είχε το δικό της ζόρι. Πατώντας επώδυνα και διατηρώντας με βία την όρθια στάση μου, πήγα στην πίσω μεριά. Υπήρχε κρήνη αλλά ήταν κλειστή. Η απογοήτευσή μου δεν περιγράφεται. Με κομμένα τα φτερά και τρομερή αγωνία για το πώς θα τα βγάζαμε πέρα προσπαθήσαμε να ξεκινήσουμε. Λέω προσπαθήσαμε γιατί από κει και πέρα, κάθε φορά που σταματούσαμε (και ήταν αμέτρητες οι φορές), η Άννα χρειαζόταν πάρα πολύ χρόνο για να ξαναξεκινήσει. Έκανε μια τελετουργία τρομερής συγκέντρωσης, όπου καλούσε με όλες της τις νοητικές δυνάμεις ένα ένα τα τμήματα του σώματός της να υπακούσουν και να δουλέψουν. Ήταν πραγματικά μια εκπληκτική υπέρβαση των δυνάμεών της αυτή που έκανε. Για χάρη του άντρα μιας φίλης...

Από κει και πέρα σταματήσαμε να μιλάμε, έχοντας αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Συγκεντρωνόμασταν η καθεμία στα δικά της βήματα που ήταν αργά και βασανιστικά. Όπου βρίσκαμε μέρος να κάτσουμε, σταματούσαμε για αρκετή ώρα. Είχαμε μπει στην τελική ευθεία, το πολύ 8 χιλιόμετρα ακόμα. Ένας μεγάλος, καλοστρωμένος δρόμος, ανοιχτός ορίζοντας μπροστά, υπέροχη φύση. Μόνο που η τελική ευθεία αποδείχθηκε ατελείωτη.  Όσο κι αν προχωρούσαμε το χωριό δε φαινόταν. Δε μιλούσαμε καθόλου. Αργότερα η Άννα μου εκμυστηρεύτηκε ότι αν έλεγα έστω και μια κουβέντα θα έπεφτε κάτω και θα έμενε εκεί. Προχωρούσαμε και προχωρούσαμε, αργά και βασανιστικά, σταματώντας κάθε λίγο. Τα πόδια μας πονούσαν φριχτά, το περπάτημα γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Πέρασαν ώρες, ο ήλιος άρχισε να γέρνει. Αρχίσαμε να ανησυχούμε για το αν θα προλάβουμε ανοιχτό το μοναστήρι. 

Ήταν πολύ αποκαρδιωτικό το ότι, ενώ ξέραμε ότι ήμασταν κοντά, δε βλέπαμε το χωριό. Ήταν επίτηδες έτσι χτισμένο για να μην το βλέπουν οι εχθροί. Σταματήσαμε στο προαύλιο μιας εκκλησίας με βρύση. Απ' έξω ήταν σταματημένο ένα πυροσβεστικό όχημα, οι πυροσβέστες συζητούσαν τα συναισθηματικά τους. Δεν είχαμε καν τη δύναμη να πάμε λίγο πιο κει, να τους αφήσουμε να μιλήσουνε. Ο ήλιος έπεφτε, ήταν όμορφα. Μια ομάδα έφηβοι πρόσφυγες είδαν τα μπουκάλια μας περνώντας και μας έκαναν νόημα πού βρήκαμε νερό. Τους έδειξα προς τη βρύση. Ευτυχία και γι' αυτούς. Η Άννα μίλαγε στο τηλέφωνο με την πεθερά της. Δε μετέφερε σε τι κατάσταση ήταν, σε τι θα βοηθούσε. Κυριολεκτικά χυμένη πάνω στο παγκάκι. Προσπάθησε μετά να κουνήσει τα πόδια της λουσμένη από το κόκκινο φως του ηλιοβασιλέματος. Με τη γνωστή τελετουργία και όση αποφασιστικότητα μπορεί να επιδείξει ένας άνθρωπος ξαναξεκινήσαμε μετά από περίπου 20 λεπτά έντονης προσπάθειας. 

Η ενέργεια από ένα σημείο και μετά έγινε περίεργη, σα να πήγαινες πίσω στο χρόνο. Καθώς νιώθαμε το χωριό πολύ κοντά, χωρίς ωστόσο να το βλέπουμε, όλα έγιναν πολύ πιο έντονα γύρω μας, πήραν ζωή. Νιώθαμε ότι φτάναμε. Περάσαμε μια λιμνούλα στα αριστερά μας, το τοπίο ήταν εκπληκτικό. 

Μόνον όταν φτάσαμε στην είσοδο, είδαμε το χωρίο. Έχεις μπει ποτέ σε χωριό την ώρα που πέφτει ο ήλιος; Αυτή η απόλυτη ησυχία και η αίσθηση ότι όλα έγιναν σωστά και όμορφα. Σε μια ανηφόρα συναντήσαμε καβαλάρηδες και μια μεγάλη ομάδα από πρόσφυγες. Άντρες. Προφανώς μόλις τους είχε αφήσει κάποια βάρκα. Μας ρώτησαν πού είναι το λιμάνι, τους είπαμε ότι ερχόμαστε από κει κι έχουμε ξεκινήσει στις 6 το πρωί. Μας κοίταξαν έκπληκτοι. Δε θυμάμαι στη ζωή μου να έχω αισθανθεί πιο περήφανη.  

Το χωριό εκτείνοταν σε μια αρκετά μεγάλη έκταση, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Κόψαμε δρόμο σε μια στροφή και...Παναγία μου, μπήκαμε στο χωριό! Σπίτια! Η Άννα ρώτησε έναν κύριο, πραγματικά δεν άντεχε ούτε ένα μέτρο ακόμα. Εκείνος της φώναξε όπως φωνάζουν οι προπονητές στους πυγμάχους "έφτασες μέχρι εδώ, ΘΑ ΠΑΣ!". Σε μένα δεν είπε τίποτα, είχα πάρει το ύφος που έχω όταν δε σηκώνω και πολλά πολλά.

Αυτό το χωριό ήταν πραγματικά σα να είχε σταματήσει ο χρόνος. άλογα, απλή ζωή, απλοί άνθρωποι, όμορφα χρώματα. Η τελευταία απογοήτευση που μας περίμενε, το Μοναστήρι ήταν έξω από το χωριό. Το διασχίσαμε όλο και συνεχίσαμε να περπατάμε. Ενώ η απογοήτευση με είχε καταβάλει, η Άννα φαινόταν να έχει αναπτερωθεί. Επιπλέον, έμοιαζε να ξέρει πού πάει, περπατούσε με μεγάλη σιγουριά. 

Εντέλει είδαμε το Μοναστήρι. Υπήρχε ένα γεφυράκι περίπου 10 μέτρων που μας χώριζε από την είσοδο. Αλλά, μου κάνει πλάκα το σύμπαν, το έδαφος ήταν στρωμένο με μεγάλες πέτρες. Μου χτυπούσαν τις φουσκάλες στα πόδια αλύπητα. Πιάστηκα από την κουπαστή και προχωρούσα επώδυνα. Αισθάνθηκα σαν τη γοργόνα στο παραμύθι, που αγάπησε ένα αγόρι και, για να αποκτήσει πόδια και να ζήσει κοντά του, έπρεπε να νιώθει κάθε της βήμα σα να περπατάει πάνω σε μαχαίρια. Έτσι αισθανόμουν σε αυτόν τον ατελείωτο και περιττό πόνο, μαζί με την ταλαιπωρία, το "δε μπορώ άλλο, ας φτάσουμε επιτέλους Παναγία μου". Όλα αυτά από μέσα μου, ντρεπόμουν να παραπονεθώ ένα βήμα πριν τον προορισμό μας. Είδα με έκπληξη την Άννα να προπορεύεται σας να πετούσε, της είχαν περάσει όλα.

Όταν μπήκαμε στο Μοναστήρι τα μάτια μου είδαν μόνο ομορφιά. Ήταν η ώρα; Ήταν η υπερπροσπάθεια; Ήταν οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί παρακινούμενοι από μια βαθιά πίστη; Τα πάντα ήταν όμορφα, ο χώρος, τα χρώματα, η δροσιά. Το φως έπεφτε με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί να πέσει μετά από μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, αναδεικνύοντας όλες τις λεπτομέρειες με έναν τρόπο έντονο, σαν τις τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας. Στο προαύλιο γίνονταν βάπτιση. Αισθάνθηκα όμορφα. Όπως όταν γυρίζεις σπίτι σου μετά από μακρύ ταξίδι, αγαλλίαση.

Όταν μπήκαμε στην εκκλησία τα φώτα έκλεισαν. Η Άννα τα παρατηρεί αυτά, εμένα δε με νοιάζουν. Αγνόησα τα κεριά, έχω αποφασίσει να μη δίνω λεφτά σε εκκλησίες. Εκείνη τη φορά όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος, η εικόνα σε τραβούσε σα μαγνήτης. Η Άννα είχε ήδη πάει κοντά, έκανε κάτι περίεργα τελετουργικά με τα παπουτσάκια των παιδιών, τις μπομπονιέρες από τις βαφτίσεις και δεν ξέρω τι άλλο. Η νεωκόρος την πλησίασε και της έλεγε όλα τα μεταφυσικά φαινόμενα που συνέβησαν από την ώρα που μπήκαμε. Δε με ενδιέφερε καθόλου.

Για κάποιο λόγο, όλοι είχαν γυρίσει και μας κοίταζαν. Η Άννα στάθηκε λίγο πιο πέρα από την εικόνα κι έκλαιγε με λυγμούς, τρανταζόταν ολόκληρη πολύ δυνατά. Πάντα με φέρνουν σε αμηχανία αυτές οι εξάρσεις συναισθηματισμού που έχει. Αυτή τη φορά όμως την καταλαβαίνω, έχει υπερβεί τον εαυτό της.

Όλα έχουν σταματήσει μέσα στην εκκλησία, οι πιστοί έχουν κοκαλώσει και μας κοιτάνε. Είναι σα να μας αναγνωρίζουν προτεραιότητα και να κάνουν στην άκρη με σεβασμό. Μάλλον επειδή κάνει μπαμ ότι έχουμε έρθει με τα πόδια. Ναι, τα καταφέραμε, ευχαριστώ για το χειροκρότημα. Αλλά τώρα παρατράβηξε αυτό το σόου, άντε να πάω να προσκυνήσω να τελειώνουμε.

Σας είπα ότι δεν προσκυνάω εικόνες. Σιχαίνομαι κι εξάλλου δε μου αρέσουν τα φιλιά. Πήγα κοντά, έσκυψα λίγο το κεφάλι μου και πήγα να φύγω. Ένα αόρατο χέρι με έπιασε από το σβέρκο και με τράβηξε προς την εικόνα. Η κίνηση δεν ήταν βίαιη, με βρήκε όμως απροετοίμαστη και δεν έφερα αντίσταση. Το κεφάλι μου ήρθε πολύ κοντά στο πρόσωπο της εικόνας. Χωρίς να το σκεφτώ τον κοίταξα από πολύ κοντά. Τα χείλη του ήταν κατακόκκινα και κουνήθηκαν στην κίνηση ενός φιλιού. Ξαφνιάστηκα. Είναι δυνατόν να κουνήθηκε η εικόνα; Υπό κανονικές συνθήκες θα γύριζα και θα' φευγα άρον άρον. Τώρα όμως, σε αυτή την εξάντληση, δεν είχα τίποτα να χάσω ή να φοβηθώ. Ξανακοίταξα. Μου χαμογέλασε. Χαμογέλασα και γω κι είπα μέσα μου "ξέρεις ότι δε μου αρέσουν τα φιλιά, είναι σα να σε φίλησα". Γέλασε ολόκληρος. Συνεννοηθήκαμε. Δε ζήτησε τίποτα. Ήθελε απλά να πει ότι υπάρχει. Αναμφιβόλως.

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε