Το ζεστό σου σώμα

Ήσουν ένας κύριος που περνούσε πού και πού από τη δουλειά. Όχι συχνά, κανένα μεσημέρι, φεύγοντας, πέρναγες να πεις ένα γεια σε έναν συνάδελφο, ήσασταν παλιοί φίλοι.

Η κατηγορία στην οποία σε είχα κατατάξει, τελειωμένος μεσήλικας, λυπάμαι που το λέω αλλά έτσι είναι. Παρατημένος σε σώμα, ψυχή και μυαλό. Παντρεμένος 800 χρόνια με μια γυναίκα που σιχαίνεσαι, τσακωμένος με τα παιδιά και τα άντερά σου, τελματωμένος μέσα στα τσίπουρα και τις ανούσιες κουβέντες του καφενείου. Με λίγα λόγια ο τύπος ανθρώπου με τον οποίο δεν έχω τίποτα να πω. Ούτε και συ είχες τίποτα να πεις, χαιρέταγες ευγενικά και μίλαγες μόνο με το φίλο σου.

Αυτός ο φίλος λοιπόν, θα γράψω πολλά για αυτόν σε κάποιο άλλο άρθρο, ξεχνάει σημαντικές πληροφορίες, εξηγώ γιατί: μια μέρα μου είπε "κάποιος μου είπε για σένα ότι είσαι σαν άγγελος". Χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ για να θυμηθεί ποιος, ήσουν εσύ.

Κολακεύτηκα, πράγματι είμαι μια θεά, ένας άγγελος, συγκλονίζω. Άντε να του δώσω κι αυτού του κακομοίρη λίγη χαρά, να του απευθύνω μια λέξη, αφού με θαυμάζει τόσο. 

Έτσι άρχισα να σου μιλάω. Έδειχνες ξαφνιασμένος και συγκρατημένος. 

Σε λίγο χρειάστηκες κάτι, μια χάρη, ήρθες και κάθισες μαζί μου για να μου τη ζητήσεις, μιλήσαμε λίγο γι' αυτό, σε εξυπηρέτησα. Αρχίσαμε να μιλάμε περισσότερο μετά από αυτό, καθόσουν μαζί μου όλο και περισσότερο, κάθε μέρα ερχόσουν και τα λέγαμε. Μιλούσαμε για διάφορα θέματα ουδέτερου χαρακτήρα. 

Αισθανόμουν η θεά που δίνει ανάσα σε έναν μαγεμένο θαυμαστή της. Πάντα ήσουν κύριος, αλλά εγώ ήξερα το ενδιαφέρον σου και το απολάμβανα. Σου άρεσα ακόμα και όταν είχα πρόβλημα στα μάτια μου και κυκλοφορούσα με αυτά τα τεράστια γυαλιά, δεν έβλεπες διαφορά. 

Μετά ήρθε αυτός ο εξώ από δω, το fb. Ήρθε μόνο του, έτυχε να κάθεσαι δίπλα μου την ώρα που κοίταζα κάτι, είδα τη φωτογραφία σου, αναρωτήθηκα αν είμαστε φίλοι - εσύ το ήξερες πολύ καλά ότι δεν είμαστε -  και σου πρότεινα να γίνουμε, κάτι με πολύ μικρή σημασία για μένα και τεράστια για σένα. Μετά άρχισαν μηνύματα χωρίς λόγο, να μου στέλνεις ότι είσαι για μπάνιο στο Σχινιά, δεν απαντούσα. Μάλιστα κάπου τσαντίστηκα εκεί πάνω, από πού κι ως πού να μου στέλνεις μηνύματα, μου την πέφτεις και θα σε κόψω άγρια. Τελικά δε σε έκοψα....

Έτσι σιγά σιγά το καλοκαίρι εκείνο άρχισα να απολαμβάνω όλο και περισσότερο την προσοχή σου. Στην απέραντη μοναξιά των διακοπών, είχες τα μάτια σου στραμμένα στην διαδικτυακή μου δραστηριότητα, ό,τι κι αν ανέβαζα σου άρεσε, δεν έχανες ευκαιρία να σχολιάσεις κλπ. Εγώ μόνη σπίτι, να πίνω και να σκέφτομαι μπροστά σε μια οθόνη. Και συ πάντα εκεί, να με περιμένεις. Ορίστε και κάποιος που δε με ξεχνά. Αισθανόμουν ένα στήριγμα. 

Έτσι ξεκίνησε η συμπάθεια. Μιλούσαμε όλο και για πιο προσωπικά θέματα, μου είπες για την οικογένειά σου. Τη γυναίκα σου που είσαστε απλοί συγκάτοικοι εδώ και χρόνια, το γιο σου που δε μιλάτε. Εγώ πήρα το ρόλο του σωτήρα, σε συμβούλευα, σε ηρεμούσα. Κάτι ακόμα χειρότερο, πίστευα ότι μπορούσα να σε καθοδηγήσω πνευματικά. Ενδιαφερόσουν πολύ για το δρόμο που είχα πάρει, ρώταγες, με θαύμαζες. Και γω άνθιζα κάτω από το ενδιαφέρον σου. 

Παράλληλα άρχισα να πυκνώνουν τα μηνύματα. Ουδέτερα μηνύματα για το κάθε τί. Έπαιρνες αφορμές από οτιδήποτε για να επικοινωνήσεις μαζί μου. Και γω το περίμενα και απαντούσα με χαρά. Το απόγευμα που πήγαινα σπίτι, άνοιγα τον υπολογιστή με προσμονή. Έπιασα τον εαυτό μου, λέω τί κάνεις; Είναι βράδυ, ο άνθρωπος είναι σπίτι με την οικογένειά του, σταμάτα. Δε σταμάτησα... Στην τελική δεν κάναμε και τίποτα πονηρό - πώς θα μπορούσα άλλωστε εγώ, μια θεά, μαζί σου... Πολλές φορές, με διάφορες αφορμές ζήτησες το τηλέφωνό μου. Σε αυτό αντιστάθηκα, βέβαια, μπράβο μου, δεν το έδωσα. 

Όλο και πιο κοντά, όλο και πιο προσωπικές συζητήσεις. Η εμπιστοσύνη που ένιωσα, μαζί με το αμείωτο ενδιαφέρον σου για μένα, με έκαναν να θέλω να σου πω τα πάντα. Σου μίλαγα για όλα με απόλυτη ειλικρίνεια, εσύ το ίδιο. Όλο πιο συχνή επικοινωνία, όλο πιο σταθερή, όλο πιο απαραίτητη, όλο πιο καρδιακή. 

Ήρθε λοιπόν ο καιρός να πέσουν οι μάσκες. Έκανα την πάσα εγώ. Είπα ότι μερικοί με θεωρούν άγγελο. Αμέσως έπιασες την ευκαιρία και είπες ότι είσαι ένας από αυτούς. Απάντησα ότι το ξέρω και αυτός είναι ο λόγος που άρχισα να σου μιλάω. 

Εκείνο το Σαββατοκύριακο ήταν περίεργο, σα να έγινε μια αποκάλυψη. Τη Δευτέρα ήσουν διαφορετικός, υπήρχε ένα μυστικό μεταξύ μας, αισθήματα που είχαν αποκαλυφθεί. Είδα μια αρχική αμηχανία μέχρι να σπάσει ο πάγος και να βεβαιωθείς ότι όλα συνεχίζουν κανονικά. Ξανά παρεούλα, μηνύματα ουδέτερα, έντονο ενδιαφέρον. Τα βιβλία που διάβαζα, οι συνήθειές μου, οι εμπειρίες μου, οι φίλοι μου, όλα σε ενδιέφεραν. 

Ήρθαν τα γενέθλιά μου. Άλλη ώρα μοναξιάς. Το τεράστιο μήνυμα που μου έστειλες ήταν πολύ συγκινητικό. Έσταζε τρυφερότητα από παντού. Έλεγε για τα θαλασσινά μάτια μου και την Ιθάκη που εύχεσαι να βρω. Συγκινήθηκα. 

Σε είδα μετά στην ουρά που περίμενα να πάρω καφέ. Έκανες μια κίνηση με το ζεστό σου χέρι, να μου σηκώσεις τα μαλλιά από το λαιμό, δεν ξέρω πώς σου' ρθε, κάτι ανάμεσα σε χάδι στα μαλλιά και στο λαιμό μαζί. Ανατρίχιασα ολοκληρωτικά. Ήταν τόσο όμορφο και τόσο τρυφερό.

Από κει και πέρα άρχισα να σε σκέφτομαι. Σαν κάτι πολύ όμορφο και τρυφερό που μου συμβαίνει αλλά δεν είναι προς συζήτηση. Έτσι το δικαιολογούσα στους φίλους μου. 

Έτσι λοιπόν, η επικοινωνία έγινε όλο και πιο προσωπική, όλο και πιο τρυφερή, ομολογήσαμε και οι δυο ότι δε μπορούμε να είμαστε φίλοι κι έφτασε μοιραία η στιγμή της πρότασης. Την έκανες και περίμενες την απάντηση, 

'Ημουν πολύ όμορφη εκείνη τη Δευτέρα. Το ήξερα. Μπήκα στο γραφείο σου με το φίλο που λέγαμε, ήταν και μια άλλη συνάδελφός σου. Κάθισα δίπλα σου, οι κουβέντες στην παρέα ανώδυνες αλλά τα χέρια σου έτρεμαν. Σηκώθηκες σε κάποια φάση, με άγγιξες στην πλάτη τρέμοντας. Πόσο το απόλαυσα! Βρεθήκαμε μετά οι δυο μας σε δημόσιο χώρο. Είπα πως είναι ένα υπέροχο δώρο αυτό που μου κάνεις αλλά δε μπορώ να δεχτώ αυτή την πρόταση και λυπάμαι αν σου έδωσα ελπίδες. Μαλακείες, άλλο έλεγα με τα λόγια κι άλλο με τη στάση. Απάντησες σαν συνετός και ώριμος άντρας, ότι ξέρεις ως πού επιτρέπεται να φτάσει το παιχνίδι, απλώς σου αρέσει πολύ γιατί είναι η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που μπορείς να παίζεις με κάποια έτσι. Με εντυπωσίασες και με συγκίνησες.

Η "φιλία" μας συνεχίστηκε απρόσκοπτα. Ρώταγες τη γνώμη μου για όλα. Ήθελες να με κεράσεις για τη γιορτή του γιου σου γιατί χάρη σε μένα και τις συμβουλές μου τα ξαναβρήκατε και ξαναμιλάτε. Ήσουν συγκινημένος. Σε καθοδηγούσα, σε συμβούλευα, μου έδινες αξία. 

Τελικά δεν ήσουν αυτό που φαινόταν, ένα αναίσθητο και τελματωμένο μεσήλικο γουρούνι. Αλλά ένας υπερευαίσθητος και ηθικός άντρας, προστατευτικός, τρυφερός και έτοιμος να προσφέρει την ψυχή του. Που είχες πληρώσει με βαριά προβλήματα υγείας τα προβλήματα στο γάμο σου, και είχες καταλήξει σε μια πιο ήπια αντιμετώπιση με σκοπό να μην πεθάνεις από τη λύπη. Είχες ένα ζεστό διψασμένο σώμα, μια ευαίσθητη ψυχή και μια αστείρευτη αγάπη και τρυφερότητα που ζητούσες να προσφέρεις. 

Απίστευτες, ατελείωτες προσφορές: πράγματα, μικροπράγματα, οτιδήποτε ανέφερα ότι χρειάζομαι το έβρισκες και το έφερνες. Ό,τι πρόβλημα είχα το έλυνες ευχαρίστως. Πράγματα, φαγητά, όλο κάτι έφερνες, όλο κάτι μου έφτιαχνες και γω το δεχόμουν με χαρά. Μέχρι που σκέφτηκα ότι δεν είναι σωστό να δέχομαι δώρα από έναν παντρεμένο άνθρωπο, σου ξεκαθάρισα ότι δε θα ξαναδεχτώ. Σου ήταν τόσο δύσκολο, έφερες βιβλία, τα γύρισα, έφερες βελόνες πλεξίματος, τις χάλασα, δεν πτοήθηκες με τίποτα. 

Μου έφερες ένα βιβλίο δώρο. Ένα μικρό βιβλίο. Έγραψες στην αφιέρωση "ναι, ρε φίλε" μια διακεκομμένη γραμμή και από κάτω το όνομά σου. Σαν γραφολόγος έσπευσα να κάνω την ερμηνεία, ότι βάζεις κάτι ανάμεσα σε σένα και μένα. Είπες ότι δεν είναι γραμμή αλλά παύλες που αντιστοιχούν σε γράμματα λέξεων, είπες και το πρώτο γράμμα αλλά δε χρειαζόταν, ήταν "σ' αγαπώ". 

Υπάρχει μια φαντασίωση που έχω από την αρχή με σένα: είσαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, μπαίνω στο δωμάτιό σου, έρχομαι κοντά σου, όπως είσαι ξαπλωμένος και σε αγγίζω απαλά. Ξαφνιάζεσαι πολύ. Σου ζητάω να ξαπλώσω μαζί σου κι εσύ φέρεσαι λες και ζεις τη Δευτέρα Παρουσία (με αυτή τη φράση περιέγραψες το απίθανο ενδεχόμενο να κάνω σχέση μαζί σου). Σου εκφράζω όλη την τρυφερότητα που νιώθω για σένα κι εσύ τη δέχεσαι αποσβολωμένος, σα να έχεις κερδίσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου και δε μπορείς να το πιστέψεις. Αυτό σκέφτομαι από τότε που αισθάνθηκα συγκίνηση για σένα, κι αυτή η σκέψη με συντροφεύει όμορφα.  

Από ποιον να κρυφτώ, από τον εαυτό μου; Κράτησα στοιχειώδη προσχήματα, δε σε άγγιξα, δε σου έδωσα το τηλέφωνό μου, δε βγήκαμε έξω, όμως αυτό που δημιουργήθηκε μεταξύ μας ήταν μια κανονική και στενή ερωτική σχέση. Μαζί κάθε μέρα και κάθε ώρα της μέρας, κοντά ψυχικά και πνευματικά, να μιλάμε για όλα, να φροντίζουμε ο ένας τον άλλο, να μοιραζόμαστε τρυφερότητα. Εκεί κάπου άρχισαν οι αδιέξοδες συζητήσεις. Πιάστηκα στον ιστό και άρχισα να ρωτάω, πώς ακριβώς είναι τα πράγματα με τη γυναίκα σου, πώς το εννοείς ότι είσαι ελεύθερος, αν η σχέση σας επιτρέπει να κάνετε άλλες σχέσεις χωρίς πρόβλημα. Μάταιες συζητήσεις, ξέραμε και οι δύο ότι είσαι κανονικά παντρεμένος, όπως κι αν αισθανόσουν. Υπέφερα. 

Εσύ εν τω μεταξύ, είχες δώσει όλη σου την ψυχή σε μένα, ήσουν ολόκληρος πάνω σε μένα, να προσφέρεις και να προσφέρεις ακούραστα. Πράγματα, χρόνο, ενέργεια, πνοή, την ψυχή σου. Ήσουν ταυτόχρονα υποψήφιος εραστής και πατέρας, ώρες ώρες άλλαζες και μου φερόσουν με τόση τρυφερότητα και προστατευτικότητα. Είπες πως μια πιθανή σχέση μεταξύ μας, αν και για σένα θα ήταν η Δευτέρα Παρουσία, για μένα θα ήταν κάτι δύσκολο και άδικο που θα με έφερνε πολύ πίσω σε όλα. Πραγματικά δεν έχω ακούσει τίποτα πιο συγκινητικό, σου το είπα. Γενικά με εκπλήσσει πώς μπορούμε να μιλάμε για τόσο δύσκολα κι οδυνηρά θέματα πάντα με απόλυτη ειλικρίνεια μεταξύ μας. 

Στις γιορτές είχες πολλές μέρες άδεια και δεν άντεχες μακριά μου. Ερχόσουν με διάφορες αφορμές τόσο δρόμο να με δεις. Πάντα με δώρα εκλεκτά. Μια από αυτές τις φορές με κατέβασες μετά στο κέντρο με το αυτοκίνητό σου. Πρώτη φορά βρισκόμασταν εκτός δουλειάς. Ήταν μια υπέροχη βόλτα, ήμουν πολύ χαρούμενη, συνέχεια χαμογελούσα, κοίταζα την Αθήνα που είχα τόσο καιρό να δω και όλα μου φαίνονταν όμορφα. Εσύ κορόιδευες που χαιρόμουν ακόμα και για το τραμ που έβλεπα. Είπες μετά ότι έλαμπα εκείνη τη μέρα. Ε, ναι.

Μια μέρα τσακωθήκαμε. Πάντα έχεις έναν τρόπο να με εκνευρίζεις. Σου αρέσει να τραβάς το σκοινί, να προκαλείς, να φέρεσαι σαν έφηβος. Δε θυμάμαι τί μου είπες εκείνη τη μέρα και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ακριβώς με εκνεύρισε τόσο πολύ. Είχε κάποια σχέση με παπάδες, πήγες να με προκαλέσεις ως συνήθως και κάπου εκεί πάτησες κάποιο κουμπί μου. Φώναξα πολύ, φώναξα δυνατά, γύρισαν όλοι και μας κοίταζαν. Σε είδα που ταράχτηκες, δεν το περίμενες, τα χέρια σου άρχισαν να τρέμουν. Έκανες πίσω, όπως κάνεις πάντα όταν με εκνευρίζεις. Πρώτα πετάς την κοτσάνα και μετά "συγνώμη, δεν καταλαβαίνω γιατί εκνευρίζεσαι". Είναι μια τρελλή αδυναμία που σου έχω, αν ήταν άλλος θα του είχα κόψει την καλημέρα με την πρώτη. Εκείνη τη μέρα βέβαια, ξέφυγα.

Σε είδα θολό την επομένη, πρώτη φορά έβλεπα την αύρα κάποιου τόσο καθαρά, ένα γκρίζο σύννεφο που σε είχε τυλίξει. Ανησύχησα, προσπάθησα να καταλάβω τί συμβαίνει. Σε ρώτησα αφού έφυγες, με μήνυμα, αν κοιμάσαι μόνος. Εκεί απέδωσα αυτό το λέρωμα. Είπες με παράπονο ότι μου το' χεις ξαναπεί ότι κοιμάσαι μόνος και δε σε προσέχω. Την άλλη μέρα μου εξήγησες ότι έχετε το κρεβάτι εναλλάξ, όταν κοιμάται ο ένας ο άλλος πάει στον καναπέ. Είπα ότι ακόμα κι έτσι, είναι σα να κοιμάστε μαζί, αφού μοιράζεστε το ίδιο κρεβάτι. 

Σε δυο μέρες χτύπησε το τηλέφωνό μου στη δουλειά. Η φωνή σου, περίεργη και λακωνική. Ρώτησα μόνο που είσαι, μου είπες στο ιατρείο, είπα "έρχομαι". Η πίεσή σου στο 22, δε έπεφτε ούτε με 4 χάπια που πήρες. Καθίσαμε εκεί όλη μέρα με τον κοινό μας φίλο, σου κάναμε παρέα. Οι φίλοι σου πέρασαν να χαιρετήσουν μόνο κι έφυγαν. Ο γιατρός δε σε άφηνε να φύγεις, καθίσαμε μέχρι αργά το μεσημέρι. Σου τηλεφώνησε η κόρη σου σε κάποια φάση και δεν της είπες τίποτα, οι αιώνιοι Έλληνες πατεράδες. Ο γιατρός είπε να μην οδηγήσεις, σου είπα να σε πάω σπίτι, συγκινήθηκες αλλά δεν δέχτηκες. Ανησυχούσα πολύ μετά, σε πήραμε τηλέφωνο με το φίλο - εγώ δεν έχω το τηλέφωνό σου. Ρώτησες αν σε πήρα εγώ, καιγόσουν για μένα. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα, είχα ταραχτεί πάρα πολύ. Για να ηρεμήσω σου έπλεξα ένα κασκόλ. Έπλεκα και έπλεκα, έξω άστραφτε. 

Έκανες πολύ καιρό να γίνεις καλά, άλλαξες τον τρόπο ζωής και διατροφής σου, άρχισες να προσέχεις τον εαυτό σου. Νοιαζόμουν για σένα, ρωτούσα πώς πας, ήμουνα πολύ κοντά σου. Πρόσεχα πώς σου μιλάω και πώς σου φέρομαι, να μην ξανασυγχιστείς. Στις πιο τολμηρές προτάσεις σου απαντούσα διπλωματικά, δεν ήθελα να σε ταράξω. Εσύ εκδήλωνες έναν έρωτα αφοσιωμένο με όλους τους τρόπους. Κάθε πρωί καλημέρα, κάθε βράδυ καληνύχτα, κάθε αφορμή μήνυμα, επισκέψεις εκατό φορές την ημέρα. 

Το κασκόλ σου το χάρισα στη γιορτή σου, το φόραγες συνέχεια, σου πήγαινε. Ο χειμώνας κύλαγε με πολλή μοναξιά για μένα, ποτέ σου δεν το σκέφτηκες αλλά εσύ ήσουν το πιο κοντινό μου άτομο, δεν είχα κανέναν άλλο να μιλάω κάθε μέρα για όλα. Πάντα πίστευες ότι εγώ ήμουν η δυνατή σε αυτή τη σχέση, δεν ήταν έτσι, αλλά δε θα το μάθεις ποτέ. Πόσο άσχημος ήταν για μένα αυτός ο χειμώνας, να γυρίζω σπίτι μόνη, να τρώω μόνη, να κοιμάμαι μόνη, να περνάω τα βράδια μου μπροστά στην τηλεόραση, να γεμίζω τα κενά μου με φαγητό - πήρα σχεδόν 20 κιλά. Έλεγες σε κάθε ευκαιρία πόσο όμορφη είμαι, ακόμα και έτσι....

Μέσα σε αυτόν τον χειμώνα αντιμετώπισα ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Οι πνευματικές μου αναζητήσεις, για τις οποίες δεν τα έχω πει όλα σε κανέναν, με οδήγησαν σε επικίνδυνους δρόμους. Το ήξερα ότι πήγαινα γυρεύοντας ζητώντας να ζήσω υπερβατικές εμπειρίες, να αποκτήσω ιδιαίτερες δυνάμεις, να μάθω τις αλήθειες του σύμπαντος, όταν όμως ξαφνικά βρέθηκα στο σκοτάδι και χτύπησαν όλα τα καμπανάκια μαζί, κατάλαβα ότι αυτό δε μπορώ να το αντέξω. Σου μίλησα την επόμενη μέρα για όλα αυτά και ήσουν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο είπα ακριβώς τί έγινε. Μου μίλησες σαν πατέρας, είπες "κάν' τη πριν να είναι αργά". Ύστερα ρώτησες τί έχω σκοπό να κάνω και όταν σου είπα πως φυσικά και θα σταματήσω ανακουφίστηκες και είπες πως ηρέμησες που δεν κινδυνεύω. Πήγα να τσαντιστώ με αυτή την παρεμβολή στα προσωπικά μου, το μετάνιωσα όμως, ήταν ένα πραγματικό νοιάξιμο. 

Ήταν να πάω ένα ταξίδι για δουλειά. Στην καρδιά του χειμώνα, μόνη μου και άρρωστη, δεν ήθελα καθόλου. Μιλούσαμε στο ίντερνετ το βράδυ πριν φύγω. Ήξερα ότι είχες όλη σου την προσοχή σε μένα, ότι περίμενες με αγωνία να πάω και να γυρίσω καλά. Αυτό με παρηγορούσε πολύ. Σου ζήτησα να σε πάρω τηλέφωνο την ώρα που μιλούσαμε και είπες όχι γιατί είναι δίπλα η κόρη σου και ακούγεσαι. Μετά μίλησες ταυτόχρονα με μια συνάδελφο την οποία έλεγες κυρία ενώ εμένα δεσποινίδα. Τα πήρα άσχημα, σε έκλεισα και δε σου ξαναμίλησα. Την άλλη μέρα το σκέφτηκα πιο ώριμα και παραδέχτηκα ότι, όσο κι αν το δουλεύω, ζηλεύω πολύ. Κι ότι αισθάνθηκα άσχημα που συμμετείχα σε μια συζήτηση που δε μπορούσε να γίνει δυνατά μπροστά στην κόρη σου και σε όλους. Το δεύτερο δεν το κατάλαβες, το πρώτo σου άρεσε. 

Το ταξίδι ήταν εφιαλτικό. Μια αφιλόξενη  χώρα, απαιτητική δουλειά, μοναξιά, άσχημο κρύωμα. Έμενα σε ένα ξενοδοχείο όπου όλα λειτουργούσαν με δυσκολία και το κυριότερο, υπήρχε δυσκολία στην επικοινωνία. Δεν υπήρχε δίκτυο τηλεφώνου και το ίντερνετ ερχόταν για πολύ λίγο σπάνια. Δε μπορούσα να επικοινωνήσω με τους δικούς μου ότι έφτασα καλά. Έβηχα άσχημα και είχα πυρετό. Προσπαθούσα μόνη μου να περιποιηθώ τον εαυτό μου με φάρμακα και τσάγια. Κι εμείς τσακωμένοι. Μου έστειλες όμως ένα μήνυμα το βράδυ. Το άλλο πρωί στο πρωινό είχε ίντερνετ και ανταλλάξαμε αρκετά μηνύματα. Ξέχασα και τον τσακωμό και την ψυχρότητα που είχε προκύψει μεταξύ μας, σε είχα πολλή ανάγκη. Μου έγραψες ότι θα' θελες να είσαι κοντά μου να με περιποιηθείς, όσο σου επιτρέψω. 

Στη δυσκολία και στη μοναξιά της ξένης χώρας, εξέλιξα τη φαντασίωση όσο δεν παίρνει. Έζησα στο μυαλό μου αργά, πολύ αργά την επαφή μας. Πρώτα επαφή των χεριών μου με την αύρα σου, αργά, πολύ αργά τα πέρναγα πάνω από όλο σου το σώμα. Το ίδιο έκανες και συ, ήταν κάτι ηδονικό. Μετά περνάγαμε σε φυσικό άγγιγμα, όλα αργά, όλα απολαυστικά, με συντρόφευσαν αυτές οι σκέψεις στην ξένη χώρα, στην αρρώστειά μου, στη δύσκολη εργασία που είχα να εκπληρώσω εκεί, στον άσχημο ύπνο μου. 

Δεν είμαι καμία ανίδεη από τα πνευματικά θέματα. Ξέρω πόση σημασία έχουν οι σκέψεις μας. Ξέρω ότι οι σκέψεις μας είναι αληθινές, ότι είναι μια παράλληλη πραγματικότητα. Ξέρω πως τίποτα δε γίνεται σε αυτόν τον κόσμο αν πρώτα δεν έχει υπάρξει ως σκέψη. Ξέρω επίσης πως η αμαρτία δεν έχει διαφορά αν διαπράττεται στην πράξη ή στη σκέψη - το είπε ο ίδιος ο Χριστός, όποιος επιθυμήσει ξένη γυναίκα έχει ήδη διαπράξει μοιχεία στο μυαλό του. Ήξερε τί έλεγε, έτσι ακριβώς είναι. Επίσης, ξέρω πώς να ελέγχω τις σκέψεις μου, πώς να τις αποδυναμώνω και πώς να τις μετασχηματίζω σε άλλες πιο θετικές. 

Επειδή τα γνωρίζω όλα αυτά, γι' αυτό δε  δίνω κανένα ελαφρυντικό στον εαυτό μου. Ήξερα τί έκανα, ήξερα ότι οι σκέψεις θα επηρεάσουν τον τρόπο που θα φερθώ, ήξερα ότι οι σκέψεις είναι πρόβα πράξεων, ήξερα ότι αυτή η σκέψη, αυτή η φαντασίωση, είναι πρόβα μιας πράξης ανήθικης, μιας πράξης που βλάπτει ανθρώπους, μιας πράξης που δε θα ήθελα κανείς να κάνει σε μένα. Και όμως, βυθίστηκα σε αυτή τη σκέψη συνειδητά, ηδονικά, ξέροντας ότι είναι κάτι που θα με οδηγήσει στο σκοτάδι. Αυτό είναι πάντα το πρόβλημά μου, ό,τι κάνω το κάνω συνειδητά. 

Τα αποτελέσματα της σκέψης δεν άργησαν να φανούν. Μιλούσαμε στο ίντερνετ. Βασανιστικές συζητήσεις. Συνειδητά βυθίστηκα κι άφησα τον εαυτό μου να παρεκτραπεί. Ξαφνικά, είπα αυτό ακριβώς που μου συνέβαινε "δε μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο από το ζεστό σου σώμα". Κόλλησες. Δεν απαντούσες τίποτα για λίγο, μετά ρώτησες αν είναι κάποιο τραγούδι, κάποιο παιχνίδι που σου έπαιζα με τις λέξεις, ως συνήθως. Είπα καληνύχτα κι έκλεισα άρον άρον. 

Τα καμπανάκια μου χτύπησαν όλα μαζί τρελλαμένα, η φωνή της συνείδησης με έλεγχε αλύπητα, ήξερα ότι είχα ξεφύγει. Τί ήταν αυτό που είπα σε έναν παντρεμένο άνθρωπο; Τί θα γίνει αν το δει κανείς, πώς θα δικαιολογηθώ; Πώς θα δικαιολογηθώ στον ίδιο που τον αναστατώνω έτσι, που θα τον κάνω τώρα να μη μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο. Αισθάνθηκα πραγματικά απαίσια, δε μπορούσα να ηρεμήσω. Ζήτησα την άλλη μέρα συγνώμη, ότι δεν επιτρέπεται να αφήνουμε τη σκέψη και τις λέξεις μας ανεξέλεγκτες, ότι θα το σκεφτώ και μάλλον θα σταματήσω αυτή την επικοινωνία. Ήταν η Κυριακή της Συγνώμης πριν τη Σαρακοστή. Εσύ στην αρχή ήσουν ενθουσιασμένος που εκφράστηκα και μετά ανήσυχος μήπως δε σου ξαναμιλήσω. Μου ζήτησες να συγχωρέσω και τον εαυτό μου αυτή τη μέρα, το προσπάθησα. 

Προσπάθησα μετά να κρατήσω μια απόσταση, εσύ εξακολουθούσες να στέλνεις μηνύματα, να έρχεσαι επισκέψεις, να είσαι κοντά μου. Μια μέρα φύγαμε μαζί από τη δουλειά και πήγαμε σπίτι μου να πάρεις ένα λάδι που σου είχε αφήσει ο θείος μου. Εγώ έφυγα σκαστή εν ώρα εργασίας για να σε εξυπηρετήσω. Δε μου άρεσαν τα βλέμματα που μας κοιτούσαν όταν βγαίναμε τέτοια ώρα έξω μαζί. Είχες μια αμηχανία όταν φτάσαμε, δεν περίμενες να σου πω να κατέβεις, πετάχτηκες έξω λες και υπήρχε περίπτωση να σου πω να ανέβεις στο σπίτι μου, είχα αφήσει το λάδι στην είσοδο της πολυκατοικίας, το πήρες και φύγαμε. 

Ο φίλος μου ο Μπάμπης είπε ότι είμαι ένας άνθρωπος που έχει μπει στο δρόμο της ανακάλυψης του εαυτού του και ότι, αν είσαι και συ στον ίδιο δρόμο, τα εμπόδια θα ξεπεραστούν πολύ εύκολα. 'Εκλαψα. Ο Μπάμπης ζήτησε συγνώμη, του είπα "'ισα ίσα, ευχαριστώ". Ξέρω καλά πως δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση, δε σε ενδιαφέρει να ανακαλύψεις τίποτα, να υπερπηδήσεις κανένα εμπόδια, θέλεις μόνο να ζήσεις το όνειρο παράλληλα με τη σιγουριά του σπιτιού σου. Ρώτησα πώς τολμάς, είπες "τολμάω". Πάντα με εκπλήσσει το πώς μπορούμε να μιλάμε με τόση ειλικρίνεια για τόσο οδυνηρά θέματα.

Αυτό που έχει πλάκα είναι η έπαρσή μου, που πάντα θεωρούσα ότι είμαι πολύ μακριά από κάτι τέτοιο, ότι αυτά είναι πράγματα που εγώ δεν θα κάνω ποτέ, αυτά είναι για άλλη κατηγορία ανθρώπων πιο άξεστων και λιγότερο προχωρημένων από μένα. Ήμουνα μάλιστα και ιδιαίτερα επικριτική με τους ανθρώπους που φλέρταραν στη δουλειά όντας παντρεμένοι. Για την κανονική μοιχεία ούτε λόγος. Έλεγα μάλιστα ότι αυτές είναι εντολές που δόθηκαν στους ανθρώπους 3.500 χρόνια πριν, έλεος, εξελιχθείτε λίγο, δε βλέπετε εμένα; Εγώ λοιπόν, μέσα σε όλα αυτά που ποτέ δεν πίστεψα ότι θα αντιμετωπίσω.

Οι μέρες συνεχίστηκαν έτσι, εσύ ερωτευμένος, να το εκδηλώνεις με κάθε τρόπο, εγώ ερωτευμένη, να βάζω όλες μου τις δυνάμεις για να χτίζω τοίχους. Υπέφερα όλο και περισσότερο γιατί πραγματικά σε ήθελα. Δεν  το κατάλαβα αλλά αυτός ο πόνος που ένιωθα έγινε τόση επιθετικότητα ώστε για μια μέρα αναγκάστηκες να φύγεις, να μην έρθεις να με δεις, να μη στείλεις μήνυμα, να μην κάνεις ένα λάικ στο fb. Εν τω μεταξύ, το κρύωμα αυτό δεν πέρναγε, είχε περάσει μήνας. Έμεινα σπίτι μια μέρα για να γίνω καλά. Έστειλες μήνυμα αν θέλω κάτι να πας να μου το φέρεις από το φαρμακείο. Μετά ψυχρός. Πόνεσα πολύ εκείνη τη μέρα. Αν και ήταν ακριβώς αυτό που είχα ζητήσει το ίδιο πρωί από το Θεό, όταν έφυγες και με άφησες χωρίς το διαρκή πειρασμό σου, πόνεσα πολύ. Πόνεσα, πληγώθηκα πραγματικά, πόνεσα πολύ. Ρώτησες γιατί είμαι τόσο επιθετική μαζί σου, απάντησα ειλικρινά, γιατί δεν είσαι ελεύθερος.

Είπα στο Μπάμπη πόσο δίκιο είχε. 

Την επόμενη μέρα είχα κανονίσει να πάω για εξομολόγηση. Ο φίλος μου ο Αλέξανδρος μού είχε προτείνει τον πνευματικό του και είπα να τον δοκιμάσω. Έκανα πόλεμο με τον εαυτό μου για να πάω, δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα, πονούσα πολύ. Τελικά πήγα. Ήταν ένα απλό και επιβλητικό γεροντάκι, όχι αυστηρό αλλά ούτε και γλυκό. Είπα ότι αυτό που με βαραίνει είναι ότι έχω έρθει πολύ κοντά με έναν άνθρωπο που δεν είναι ελεύθερος. Ρώτησε τι εννοώ "όχι ελεύθερος" και τι ακριβώς σχέση έχουμε. Είπα ότι είσαι παντρεμένος με οικογένεια. Ότι η σχέση δεν είναι σαρκική (πραγματικά δε σε έχω ποτέ αγγίξει, πέρα από κάποια πολύ φευγαλέα αγγίγματα στο χέρι, ούτε εσύ, δυστυχώς) αλλά δε θέλω να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, έστω κι αν δεν είναι σαρκική, για μένα είναι μια κανονική ερωτική σχέση που μου καλύπτει τις συναισθηματικές μου ανάγκες. Το γεροντάκι με άκουσε προσεκτικά, με κατάλαβε απόλυτα κι έκανε σωστή διάγνωση. Με ρώτησε αν εσύ νιώθεις το ίδιο άσχημα. Είπα πως μάλλον όχι. Επεσήμανε όμως ότι εφόσον εγώ νιώθω άσχημα πρέπει να λύσω αυτό το θέμα με μια απόφαση. Την οποία, όταν και εφόσον την πάρω, θα με βοηθήσει και ο θεός. Αλλά όσο δεν την παίρνω θα βρίσκομαι σε αυτή την πνευματική και ψυχολογική θολούρα και θα βιώνω αυτή την έντονη εσωτερική σύγκρουση. Ότι η απόφαση αυτή θα μου φέρει πόνο που θα πρέπει να είμαι αποφασισμένη να αντέξω αν θέλω να προχωρήσω. 

Πόσο δίκιο είχε. Τις επόμενες μέρες απομακρύνθηκα από σένα, πήρα μάλιστα δραστικά μέτρα, σε μπλόκαρα να μη μπορείς να επικοινωνείς μαζί μου ηλεκτρονικά. Τα δέχτηκες όλα αξιοπρεπώς. Με ρώταγες με αγωνία αν θα σου ξαναμιλήσω, προσπαθούσες να ξανάρθεις κοντά μου. Υποτροπίασα λίγο, είναι αλήθεια, αλλά είχα πάρει την απόφαση κι αισθανόμουν κάθε μέρα και καλύτερα. 

Όσο απομακρύνομαι από τη στενή επικοινωνία μαζί σου τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πόσο βαριά άρρωστη ήμουν, πόσο πολύ πονούσε η ψυχή μου, πόσο έντονη ήταν αυτή η εσωτερική σύγκρουση. Δεν είχα καταλάβει πόσο βαθιά στο σκοτάδι είχα μπει, πόσο αφύσικα και μοναχικά ζούσα, πόσο είχα αποκοπεί από όλους - με ποιον θα μπορούσα να μιλήσω για σένα; 

 Όταν τράβηξα την προσοχή μου από σένα κι άρχισα να τη στρέφω αλλού, η ανταπόκριση ήταν άμεση. Οι φίλοι μου με περίμεναν να γυρίσω σε αυτούς, δεν κράτησαν κακία για τα 100 τηλέφωνα που είχε πάρει ο καθένας και τους είχα γράψει. Άρχισα να βγαίνω έξω, να ντύνομαι, να προσέχω τη διατροφή μου. Πήγα για χορό! Πέρασε αυτός ο εφιαλτικός χειμώνας, με την τηλεόραση, τη μοναξιά, τη βουλιμία, τις ατέλειωτες ώρες στα chat, την εσωτερική σύγκρουση.

Η πλάνη διαλύθηκε, επιστροφή στη γαλήνη. 

Δε λέω πως είναι εύκολο, δεν ξέρεις τί μαγνήτης με τραβάει πίσω. Πόσο μου λείπεις δε μπορώ να το περιγράψω. Να περιμένεις κάθε μέρα να με δεις, να μου πεις καλημέρα, να μιλήσουμε, να με ακούσεις, να τρέμεις από συγκίνηση, να μου δίνεις την πνοή σου. Εκατό φορές την ημέρα συγκρατώ τον εαυτό μου να μη σε πάρει τηλέφωνο, να μη σου στείλει μήνυμα, να μη σε αγκαλιάσει. Εξακολουθώ να θέλω να σε αγκαλιάσω, να θέλω να με αγγίξει το μούσι σου.  Το θέλω πολύ. Πιο πολύ από όλα όμως θέλω την ψυχική μου ηρεμία, να περπατάω σε αυτή τη γη σωστά, να περπατάω στο φως, να μη βλάπτω κανένα πλάσμα του θεού. Αυτά προσπαθώ να θυμάμαι.

Ίσως κάπου υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν με κάποιο μικρό έστω χώρο για μας, όπου θα μπορώ να σε αγγίξω και να με αγγίξεις και να χαρούμε αυτόν τον έρωτα. Ίσως κάπου έχουν υλοποιηθεί οι σκέψεις μας, σε κάποια άλλη διάσταση. Ποτέ σου δε θα καταλάβεις, αυτό το ξέρω. 

*********************************************************

Μήνες μετά, πήρες διαζύγιο, έφυγες από το σπίτι σου κι έφτιαξες ένα άλλο σπίτι μακριά για να μείνεις μόνος σου. Σιγά σιγά έστησες το νοικοκυριό σου, έκανες τις παρέες σου. Τα παιδιά σε αποδέχτηκαν πολύ περισσότερο τώρα, που δεν έμενες πια σε έναν τελματωμένο γάμο, που δεν τσακονόσουν άγρια και διαρκώς με τη μητέρα τους. Έκανες το βήμα όσο δύσκολο κι αν ήταν και έδρεψες τα θετικά αποτελέσματα. 

Έκθαμβη σε παρακολουθούσα μη μπορώντας να πιστέψω αυτό που έκανες. Είπες ότι μου το' χες πει αλλά εγώ δεν το καταλάβαινα. Πράγματι. Είναι η δεύτερη φορά που μου συμβαίνει αυτό στη ζωή μου. Έχω απέναντί μου έναν τίμιο και αφοσιωμένο άνθρωπο αλλά εγώ, λόγω του δικού μου βρώμικου βλέμματος, θεωρώ ότι κοροϊδεύει, παίζει διπλό παιχνίδι, θέλει να παραμείνει βολεμένος κτλ.

Τί να πω, ήρωας με το ζεστό σώμα.

Εν τω μεταξύ, η σχέση μας δεν προχώρησε ποτέ σε ερωτική. Χαζή είμαι; Γιατί να σε χάσω από φίλο - θαυμαστή...

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε