Το παιδί μου πονάει
Μέσα στο τέλεια συγχρονισμένο και ατάραχο σύμπαν μου, εκεί που δεν υπάρχει χρόνος και επικρατεί η απόλυτη γαλήνη και αρμονία, κάτι συμβαίνει. Κάτι συμβαίνει που δε μπορώ πια να αγνοήσω, δε μπορώ να κουκουλώσω με δηλώσεις ανωτερότητας και αξίας, δε μπορώ να ξεγελάσω με ασχολίες και διανοητικά παιχνίδια.
Ένα κοχλάζον ανοικτό βάραθρο, απύθμενο, αστείρευτο, ξερνάει λάβα και θειάφι δυο μήνες τώρα. Τί το ξύπνησε; Η απαράδεκτη συμπεριφορά ενός αχάριστου και εγωπαθούς αρπακτικού. Μια συμπεριφορά που μου προκάλεσε παράπονο και σοκ, τη διαχειρίστηκα όμως αρκετά, τη ζωγράφισα, την τραγούδησα, τη συζήτησα. Γιατί συνεχίζει αυτός ο πόνος;
Του έδωσα σημασία, κάθισα και τον κοίταζα με τις ώρες. Μου μιλούσε δυνατά, σπαραχτικά. Δεν ήθελε παρηγοριά, δεν ήθελε θεραπεία, ήθελε μόνο να κάθομαι να τον κοιτάζω. Τόσα χρόνια, πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια, δεν κάθισα ούτε για ένα λεπτό να κοιτάξω τον πόνο, την ανεπάρκειά μου, το παράπονό μου. Ήταν όλα αυτά απαγορευμένα συναισθήματα. Άλλοι έχουν τόσο σοβαρά προβλήματα, επιτρέπεται εγώ που τα έχω όλα να κάθομαι να ασχολούμαι με βλακείες;
Ήμουνα λυπημένος γιατί δεν είχα παπούτσια ως ότου αντίκρυσα κάποιον χωρίς πόδια. Αυτό μας είχε πάρει σε καδράκι η μαμά, να το βλέπουμε κάθε μέρα εμείς τα αχάριστα κακομαθημένα. Άσε που εγώ ήμουνα πάντα πιο δυνατή, πιο ώριμη, πιο υγιής, πιο ανοιχτόμυαλη, πιο εξασφαλισμένη συναισθηματικά - δεν είχα κανένα λόγο να ασχολούμαι με ανώμαλα ρήματα.
Έλα μωρε, μη στενοχωριέσαι, μην ασχολείσαι, μη δίνεις σημασία.
Ειλικρινά θα τον βρίσω όποιον μου ξαναπεί παρόμοια έκφραση. Γιατί ρε φίλε να μη δίνω σημασία αφού πληγώθηκα, αφού με πείραξε κάτι, αφού με πονάει κάτι. Γιατί να μην κλάψω, γιατί να μη βρίσω, γιατί να μη θρηνήσω.
Έτσι και τώρα. Θεέ μου, εγώ, εγώ το αγαπημένο σου παιδί, που δεν το άφησες ποτέ, ούτε μια μέρα δεν άφησες να του λείψει τίποτα, εγώ σε χρειάζομαι τώρα. Εγώ που είμαι δυνατή για όλους, δοτική με όλους, πηγή χαράς και αισιοδοξίας για όλους, εγώ χρειάζομαι εσένα. Για τις εκατομμύρια καλές λέξεις που είπα χωρίς να ακούσω ούτε μια, για τις χιλιάδες προσφορές που έκανα από την ψυχή μου για να με εγκαταλείψουν οι ευεργετημένοι την πιο δύσκολη στιγμή, ακόμα και να με ποδοπατήσει ο πιο ευεργετημένος από όλους. Εγώ που έδωσα σε όλο τον κόσμο και όταν ζήτησα κάτι με βοήθησαν μόνο άγνωστοι. Ξέρω ότι εκείνον τον άγνωστο τον έστειλες κατευθείαν εσύ. Τί άλλο λόγο είχε κάποιος να γυρίσει ξαφνικά πίσω για να με βοηθήσει χωρίς να ξέρει πως χρειάζομαι βοήθεια. Σε εσένα πατέρα έρχομαι τώρα, αμάρτησα προς τον εαυτό μου και δεν έχω άλλη παρηγοριά.
Παναγία μου, αγνή μητέρα, εσένα έχω όταν η βιολογική μου μητέρα είναι ένα ανώριμο και ανεύθυνο παιδί που δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στις ανάγκες της. Μπορείς να με φροντίσεις εσύ και να μου δώσεις τη θηλυκή τρυφερότητα και φροντίδα που δεν γνώρισα.
Νονέ, πού είσαι νονέ... Εγώ η τέλεια νονά για τα βαφτιστήρια μου, και για τα αδέρφια τους, έχω ανάγκη εσένα που δε σε είδα ποτέ. Να έρθεις να μου πεις έστω μια κουβέντα, είμαι εδώ για σένα, σου χαρίζω αυτή την Καινή Διαθήκη. Τόσες Καινές Διαθήκες, τόσα βιβλία έχω χαρίσει....
Στο εσωτερικό μου σύμπαν επικρατεί σιωπή. Ο Δίας καταφθάνει αποφασιστικός με ταχύτητα κεραυνού. Το τραύμα τον σταματά απότομα. Το κοιτάζει σοβαρός. Με το ύφος του άρχοντα του σύμπαντος που διαπιστώνει παράβαση των κανόνων. "Τί γίνεται εδώ; Το παιδί μου πονάει. Το παιδί μου πονάει" φωνάζει έξαλλος από θυμό. Κάθεται και στοχάζεται πάνω στο αναβράζον βάραθρο. "Όλες αυτές οι προσφορές, όλη αυτή η προστασία για να ζεις με αυτό το τραύμα; Παιδί μου αγαπημένο. Όλη σου τη ζωή είμαι κοντά σου, από πάνω σου με τα προστατευτικά φτερά μου, το ξέρεις. Εγώ σου βρήκα φαγητό την ημέρα που πεινούσες. Εγώ έβαλα να χτυπήσει το τηλέφωνο όταν σε παρενοχλούσαν στη δουλειά. Εγώ σου έστειλα τον γιατρό που σε έσωσε όταν οι άλλοι δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Εγώ σου έδωσα αυτόν τον καλό πατέρα που δεν είχε χρήματα για ρούχα αλλά πάντα ἐβρισκε τρόπο να σε στείλει να μάθεις ό,τι ήθελες. Εγώ σε δέχτηκα στο πανεπιστήμιο κι εγώ σου έδειξα την κλίση σου. Εγώ σε κράτησα τις μαύρες στιγμές από την αυτοκτονία. Εγώ σου έστειλα τους ανθρώπους που άνοιξαν τους ορίζοντές σου. Aυτό δεν ήθελες παιδί μου; Τα έκανα όλα αυτά για να είσαι ευτυχισμένη, παιδί μου. Παιδί μου." Μονολογούσε ο Δίας λυπημένος. Δεν κατακεραύνωσε κανέναν, όπως θα ήθελε. Ξέρει καλύτερα από όλους ότι οι ηθικοί νόμοι ενεργούν από μόνοι τους και επιστρέφουν στον καθένα ό,τι του αξίζει ακριβώς. Κάθισε απλώς υπομονετικά πάνω από το βάραθρο με τον αναβράζοντα πόνο και το κοιτούσε. Το κοιτούσε γλυκά. Το κοιτούσε χωρίς θυμό - παρόλο που μπορούσε με ένα νεύμα του να εξαφανίσει ολόκληρο το σύμπαν που δημιούργησε αυτό το τραύμα. Το κοιτούσε από υπερβολική αγάπη και καρτερικότητα. Ήξερε πως έπρεπε να το κοιτάζει αν ήθελε να ξαναέρθουν μέρες χαράς.
Τότε σείστηκε όλο το στερέωμα και πρόβαλε από τα έγκατα της γης πάνω στο άρμα του, σκοτεινός, αδιάφορος για τα εγκόσμια και τρομερός ο Πλούτωνας. Κανείς δεν τον είχε δει για αιώνες κι εκείνος δεν είχε διάθεση να δει κανέναν. Τα μάτια του ήτανε κρύα και αβυσσαλέα. Ήξερε για το τραύμα και ήταν έξαλλος. Συγκρατώντας την τεράστια δύναμή του, μια δύναμη που μετακινεί βουνά, πλησίασε κι αυτός δίπλα στον αδερφό του το Δία. "Την κατάρα μου σε όποιον το έκανε αυτό! " αναφώνησε αλλόφρων. "Ποιος το έκανε αυτό στο παιδί μου. Κατάρα! Κατάρα! Θα σε διαλύσω, θα σε σπαράξω, θα σε βασανίσω τόσο που θα παρακαλάς για έλεος. Δε με ξέρεις καλά. Εγώ δε δεσμεύομαι από τους γελοίους νόμους σας. Εγώ ζω στο δικό μου κόσμο και δε δίνω δεκάρα για τον δικό σας. Είναι το αγαπημένο μου παιδί, ποτέ δε με φοβήθηκε όπως όλοι εσείς οι ανόητοι, οι δειλοί. Δειλέ! Πείραξες το παιδί μου, το αγαπημένο μου παιδί, είσαι νεκρός. Νεκρός! Νεκρός! " Ο Πλούτωνας έσφιξε τα τρομερά του δόντια και όλα πάγωσαν γύρω. Στη συνέχεια κράτησε την ανίκητη δύναμή του με αυτοπειθαρχία και πλησίασε στο τραύμα. Το κοίταξε κι αυτός με τρυφερότητα - μια τρυφερότητα που φιλούσε μόνο για την Περσεφόνη. "Παιδί μου γλυκό κι αγαπημένο. Τόσα πράγματα έκανα για σένα για να κουβαλάς αυτό το τραύμα; Εγώ δεν είμαι που πήρα το μαχαίρι και σου αφαίρεσα τον καρκίνο; Πόνεσες τότε παιδί μου, σε είδα που γονάτισες και προσευχόσουν με απόγνωση στο θεό. Όμως έπρεπε να το κάνω, το καταλάβαινες, αν δεν το έκανα θα πέθαινες, αγαπημένο μου παιδί. Εγώ δε σου σπάραξα τα σωθικά για να καταλάβεις πως πορεύεσαι σε λάθος δρόμο; Εγώ δε σου δίδαξα τις ορθές ερωτικές σχέσεις, το έρωτας ή θάνατος; Τί νόημα θα είχε η ζωή σου χωρίς τον πραγματικό έρωτα; Εγώ δε σου δίδαξα τί σημαίνει δυο άνθρωποι να γίνονται ένα; Τις θυμάσαι εκείνες τις νύχτες παιδί μου. Το ξέρω πως τις θυμάσαι, όλο το σύμπαν τις θυμάται. Ο Σείριος με τις 50 του κόρες είχαν σταματήσει στον ουρανό και σε καμάρωναν, παιδί μου. Παιδί μου, ήμουν μαζί σου όταν ζούσες στην κόλαση. Ποτέ δε σε άφησα μόνη. Ξέρω καλά τί πέρασες. Και για πόσο πολύ καιρό. Είχες κλείσει τους δρόμους για βοήθεια από έξω, δεν μπορούσες να δεις χαρά στη ζωή. Δε σε άφησα, μόνο εγώ μπορούσα να αντέξω να μείνω μαζί σου σε εκείνη την κόλαση. Και μετά, όταν ήσουν έτοιμη, παιδί μου, εγώ σου έστειλα τον άνθρωπο που άλλαξε τον τρόπο σκέψης σου. Θυμάσαι; Ὀταν βίωσες αδικία ήρθες και μας βρήκες κάτω, εμένα και τις λεγεώνες μου, παιδί μου. Μας είπες το παράπονό σου, γονάτισες μπροστά μου, με είπες πατέρα και μου ζήτησε δικαιοσύνη. Τότε εξαγριωθήκαμε κι εγώ κι η Περσεφόνη και όλες οι σκοτεινές λεγεώνες. Αρχίσαμε και χτυπάγαμε μανιασμένα με τα ραβδιά μας την επιφάνεια του εδάφους. Η γη ταρακουνήθηκε, κόντεψε να καταπιεί αυτούς που σε αδίκησαν. Ευχαριστήθηκες, παιδί μου κι εγώ μαζί σου. Θα πετσόκοβα ευχαρίστως όποιον σε πειράξει. Πονάς παιδί μου. Το παιδί μου πονάει. Άστρα και γαλαξίες, απύθμενη άβυσσε, αδερφέ μου παντοδύναμε Δία, το παιδί μου πονάει". Ο Πλούτωνας άνοιξε τα χέρια του προστατευτικά πάνω από την άβυσσο και σταμάτησε όλες τις μαύρες δυνάμεις εκεί. "Δεν θα κάνετε τίποτα ακόμα, το παιδί μας χρειάζεται απλά την παρουσία μας. " Είπε, και κάθισε με τέλεια αυτοσυγκράτηση, αγκαλιάζοντας την τεράστια δύναμή του. Κάθισε και κοίταζε το τραύμα. Ήξερε καλύτερα από όλους ότι η αυτοσυγκράτηση οδηγεί σε τεράστιους θησαυρούς.
Και τότε, μέσα από τα καταγάλανα νερά ξεπετάχτηκε αγέρωχος ο Ποσειδώνας. Τα μακριά μαλλιά του ήταν πλεγμένα με φύκια και είχε μια ομορφιά απόκοσμη. Γαλζοπράσινος, βαθύς και καθαρός, τάραξε απερίσκεπτα όλα τα νερά κι ύστερα προκάλεσε δυνατό σεισμό στη γη. "Το παιδί μου! Το παιδί μου! Το μονάκριβο, το αγαπημένο μου! Το παιδί μου χρειάζεται την παρουσία μου, το παιδί μου πονάει." Έσκυψε πάνω από την άβυσσο ταραγμένος. Αγκάλιασε με τα βαθιά, καθαρά του μάτια το θειάφι που ανέβλυζε και ψιθύρισε τρυφερά "Παιδί μου λατρεμένο, παιδί μου αξιαγάπητο, παιδί μου αγαπημένο. Νεράιδα μου απόκοσμη. Παιδί μου, πονάς. Πονάς κι εγώ δεν κατάφερα να αποτρέψω αυτόν τον πόνο. Εγώ φταίω παιδί μου. εγώ από την κούνια σου σου δίδαξα την ευαισθησία, τη συμπόνια, την αγάπη. Είμαι τόσο περήφανος για σένα, πάντα με έκανες περήφανο. Η καρδιά σου είναι μαλακή και καθαρή σαν την ομορφότερη θάλασσα. Η καρδιά σου χωρά όλο τον κόσμο, συμπονά όλον τον κόσμο. Δάκρυζα από συγκίνηση παιδί μου κάθε φορά που σπλαχνιζόσουν έναν άνθρωπο, έναν άγνωστο. Θυμάσαι τότε που γέμισες το παντελόνι σου αίματα επειδή έβαλες να ξαπλώσει στα πόδια σου ένας άγνωστος τραυματισμένος; Όλοι σου έλεγαν να προσέχεις τις αρρώστιες. Και τότε που παρηγόρησες την κυρία που τυφλωνόταν στο νοσοκομείο; Πάντα έτρεχες να βοηθήσεις, να συμπαρασταθείς, ζούσες τον πόνο του άλλου σαν δικό σου. ήμουν περήφανος για σένα, όμως δεν σκέφτηκα αν μπορούσες να το αντέξεις. Ο κόσμος είναι σκληρός παιδί μου, αυτό δεν μπορούσα εγώ να σου το πω. Δεν είναι όλοι καλοί σαν εσένα, δεν είναι όλοι ζεστοί σαν εσένα, δεν είναι όλοι αγνοί σαν εσένα. Σου έδωσα, όμως, όπλα. Τα δικά μου όπλα. Σου έστειλα αυτούς τους συγγενείς που σου δίδαξαν από παιδί πως η ύλη δεν ωφελεί σε τίποτα χωρίς το πνεύμα. Αρνήθηκες τον Θεό για κάποια χρόνια, σε περίμενα. Εγώ σου έστειλα εκείνον τον άνθρωπο που σου έδειξε τον δρόμο του θεού. Εγώ σου έδειξα κι άλλους πνευματικούς δρόμους για να μπορείς να συγκρίνεις . Πήγες να μπλέξεις αλλά σε προστάτεψα. Μαζί με τις προσευχές της μητέρας σου. Καμιά φορά δε μπορούσες να βρεις διέξοδο στη μεγάλη σου ευαισθησία και κατέφευγες στο ποτό, εγώ σου έδειξα και αυτόν τον δρόμο. Ξέρω, δεν είναι ο καλύτερος αλλά σε ανακούφιζε. Πόσο τρόμαξα τη νύχτα που χτύπησες το κεφάλι σου άσχημα. Και την άλλη που σου επιτέθηκαν δαιμόνια και δε μπορούσες να κάνεις το σταυρό σου. Εγώ φταίω παιδί μου, δεν έχω όρια, δε μπορούσα να σου τα διδάξω. Είμαι όμως περήφανος για σένα, παιδί μου, για αυτά που μαθαίνεις." Ο Ποσειδώνας συγκράτησε τα δάκρυά του και κάθισε δίπλα στα αδέρφια του.
Μακριά από κάποια γη, κραδαίνοντας απειλητικά το τρομερό δρεπάνι του φάνηκε μαύρος και ψυχρός σαν μάρμαρο ο Κρόνος. "Ποιος είναι αυτός που με αψηφά, αψηφά τους προαιώνιους νόμους και κανόνες που έβαλα προϋπόθεση σε αυτόν τον υποσελήνιο τόπο της δοκιμασίας. Δεν γνωρίζει πως εγώ είμαι ο άρχοντας εδώ; Πως χωρίς εμένα θα χανόσασταν στο χάος; Ποιος είναι αυτός που τολμά να πειράζει το παιδί μου, το αγαπημένο μου παιδί. Θα τον διαμελήσω όπως διαμέλησα χωρίς δισταγμό τον ίδιο μου τον πατέρα γιατί αδίκησε εμένα, αδίκησε τη μάνα μας, αδίκησε τα αδέρφια μου. Ανόητε εσύ, εσύ που προκάλεσες αυτό το τραύμα, νομίζεις πως θα γλιτώσεις από μένα; Κανείς δε γλιτώνει. Θα έρθει όμως η ώρα που θα μιλήσουμε οι δυο μας, τώρα πρέπει να περιθάλψω το παιδί μου". Με τον Κρόνο κανείς δεν τα βάζει. Μπορεί να τον νίκησαν κάποτε τα τρία αδέρφια, εξακολουθούσαν όμως να τον σέβονται, ήταν ο πατέρας και η μητέρα τους ταυτόχρονα. Εκείνος τους προφύλαξε μέσα στη ζεστή κοιλιά του για να καταφέρουν να επιβιώσουν. Ας μη γελιόμαστε, χωρίς αυτόν δε θα υπήρχε τίποτα. Έκαναν λοιπόν χώρο με σεβασμό και του έδωσαν την θέση του πάνω από το τραύμα.
Φουριόζος και ασυγκράτητος έτρεξε πίσω του ο Άρης. δυνατός, σφριγηλός και πάνοπλος. Το δέρμα του ακτινοβολούσε ζωτικότητα. Άρχισε να κουτουλάει τα άρματά του ανυπόμονος. "Αφήστε με, αφήστε με να τους δείξω, αφήστε με να τους πετσοκόψω, αφήστε με να τους κλωτσήσω, αφήστε με να κουτουλήσω, γιατί δε με αφήνετε; Τί περιμένετε; Πείραξαν το παιδί σας, δε θα πολεμήσουμε;" Όμως η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή και οι ματιές που του έριξαν οι γηραιότεροι τόσο αυστηρές που, ακόμα κι ο Άρης, άφησε τα άρματά του και κάθισε ήσυχος δίπλα στο βάραθρο. "Α, μάλιστα", είπε, "αυτό που βλέπω δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω με κουτουλιές, μάλλον εσείς ξέρετε καλύτερα, θα κάνω ό,τι χρειαστεί. Κι εγώ θέλω το ίδιο με σας, απλώς δεν ξέρω πώς να φερθώ, ξέρω μόνο τον πόλεμο. είμαι εδώ, όταν με χρειαστείτε πείτε μου".
Απαλά και γλυκά έφτασαν ακροπατώντας οι γυναίκες. Πρώτα η Σελήνη, μετά η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Έριδα. Όμορφες και τρυφερές κάθισαν ήσυχα γύρω από το βάραθρο και το κοιτούσαν τρυφερά. Με τραγούδια, ψαλμούς και όμορφα λόγια, έκαναν παρέα στον πόνο μέρα νύχτα με απίστευτη υπομονή, χωρίς να ρωτούν πόσο θα χρειαστεί.
Ξαφνικά, με έναν τρόπο που κανείς δεν κατάλαβε, έσκισε το στερέωμα σαν κεραυνός ο προαιώνιος, ο παλιότερος άρα νεώτερος όλων, ο πιο συντηρητικός και πιο επαναστάτης ταυτόχρονα, γαλάζιος κι επικίνδυνος σαν τον ηλεκτρισμό, ο Ουρανός. Μια κρύα αύρα διαπέρασε τις ραχοκοκαλιές όλων. Άνοιξαν βιαστικά χώρο για να του δώσουν τη θέση του. Τα μάτια του ήταν διάφανα και παγωμένα. "Παιδί μου" είπε παγερά και αέρινα. "Παιδί μου, πόνεσες, το ξέρω. Δεν είναι όμως δουλειά μου να σε χαϊδεύω. Τί να' κανα; Δεν έβλεπες τίποτα κι ούτε επρόκειτο ποτέ να δεις. Αν δε σε ταρακούναγα εγώ, αν δεν έσκιζα με το σκεπάρνι μου τον κόσμο σου. Δεν έπαιρνες αέρα, παιδί μου, έπρεπε να σου δώσω αέρα και δεν είχα χρόνο για εξηγήσεις και νταντέματα. Πέθαινες παιδί μου, θα πέθαινες. Δεν έβλεπες τη ζωή που έφευγε από μέσα σου, Κάποιος προσπαθούσε να στην κλέψει. Όλοι το έβλεπαν εκτός από σένα. Εσύ μπερδεύτηκες, η ανατροφή βλέπεις που σου έδωσε η μητέρα σου - πόσες κουτουλιές έχει φάει από μένα. Ζούσες στο γαλάζιο σου κόσμο, παιδί μου ενώ πάνω σου ήταν μια μαύρη σκιά. Έπρεπε να σου τη δείξω. Φυσικά και πόνεσες, σκέψου όμως από τι γλίτωσες. Δεν ήρθα πιο νωρίς γιατί ήξερα πως δε θα με δεχόσουνα. Τώρα μπορώ να σου εξηγήσω, τώρα που μπορείς και βλέπεις. Πάντοτε εμπιστεύτηκα το μυαλό σου, έπαιρνε αστραπιαίες στροφές. Σε καμαρώνω παιδί μου. Έλα, να, πέρασε κι αυτό". Είπε ο Ουρανός με μια ασυνήθιστη για το χαρακτήρα του τρυφερότητα και κάθισε ευχαριστημένος στην τελετή.