Ομηριάδα/ Δημήτρης Δημητριάδης


Οδυσσέας

Γύρισα. Οδυσσέας. Κανείς δεν με περίμενε, δεν με υποδέχτηκε ούτε το κύμα, ούτε η άμμος, ούτε ο πατέρας, ούτε ο σκύλος, ούτε οι πέτρες, ούτε το σπίτι, ούτε ο γιος, ούτε η γυναίκα, ούτε ο καπνός, ούτε τα δέντρα, ούτε οι δούλοι, ούτε οι μνηστήρες, ούτε οι πλατείες, ούτε οι ναοί, ούτε ο λαός.

Όταν γύρισα δεν με περίμενε κανείς, μόνο αυτή. Όταν γύρισα με περίμενε η Ιθάκη. Ήταν εκεί και με περίμενε. Με περίμενε όπως δε με περίμενε κανείς. Προχώρησα και προχώρησα και προχωρούσα και έφτανα και έφτασα χωρίς να φτάνω. Έφτασα Οδυσσέας. Είχα φτάσει στην Ιθάκη. Δεν έφτασα πουθενά. Είχα φτάσει σ' αυτή. Πίσω μου το ταξίδι, μπροστά μου αυτή. Όσο κι αν προχωρούσα θα έφτανα σ' αυτήν. Ήταν αυτή αλλά όχι εκείνη που περίμενα. Προχώρησα και έφτασα σ' αυτήν. 'Εφτασα και στάθηκα και κοίταξα και άκουσα και είδα κι ένιωσα. Γύρω μου όλη η Ιθάκη εμένα περίμενε. Ήξερε γιατί ήταν έτοιμη. Εγώ όχι.

Εγώ δεν ήμουν, δεν ήμουν έτοιμος. Ήμουν έτοιμος για όλα, δεν ήμουν έτοιμος γι' αυτό. Όχι γι΄αυτό. Ανέτοιμος. Ο ανέτοιμος ήρωας. Είχα φτάσει αλλά δεν είχα φτάσει εκεί που περίμενα. Είχα φτάσει σ΄αυτήν. Αυτή ήξερε γιατί είχα φτάσει, ήξερε γιατί με περίμενε. Εγώ δεν ήξερα. Εγώ αυτός. Είκοσι χρόνια πριν είκοσι χρόνια μετά, δέκα και άλλα δέκα. Το ετοίμαζε δέκα κι άλλα δέκα. Το ετοίμαζε και με περίμενε. Περίμενε να φτάσω. Είκοσι χρόνια πριν, είκοσι χρόνια μετά από τότε. Και έφτασα και προχώρησα και έφτασα εκεί που με περίμενε. Δε με περίμενε κανείς, μόνο αυτή.

Πίσω μου η Τροία, ο Έκτωρ, τα τείχη, η άλωση, η νίκη! Μπροστά μου αυτή. Οδυσσέας στην Ιθάκη. Δεν ήταν τίποτε, ήταν αυτή. Μόνο αυτή. Αυτή κι εγώ. Εγώ και η Ιθάκη. Είχα φτάσει. Οδυσσέας. Είχα φτάσει Οδυσσέας. Και με υποδέχθηκε. Μου έδωσε το τόξο. Ζήτησε να το τεντώσω. Το πήρα. Δε μπόρεσα. Το τόξο μου... Μου είπε να τοξεύσω τους μνηστήρες. Μου είπε να εμφανιστώ στην Πηνελόπη. Δεν την είδα. Κοίταξα. Δεν την είδα. Πηνελόπη! Πηνελόπη! Δεν την βρήκα. Ούτε υφαντό, ούτε αργαλειός, ούτε ξενύχτια, ούτε σοφία, ούτε μοναξιά, ούτε αναμονή, ούτε προσευχή, ούτε λατρεία, ούτε πίστη, ούτε αφοσίωση, ούτε... Μου είπε να στηριχτώ στον Τηλέμαχο. Δε βρήκα πού να στηριχτώ... Μου είπε να μιλήσω στο λαό. Γύρω μου άδειες πλατείες, άδειοι δρόμοι, άδειες αγορές, άδεια πόλη, πουθενά λαός.

Μου είπε να πω ποιος είμαι. Το είπα. Δεν άκουσε τι είπα. Ούτε άλλος άκουσε. Το φώναξα. Δεν ακούστηκε. Άδεια σιωπή. Εγώ στην άδεια σιωπή. Οδυσσέας μόνος στην άδεια σιωπή. Τότε πήρε αυτή το τόξο μου, το τέντωσε, με σημάδεψε. Την άκουσα να φωνάζει «σε νίκησα νικητή!». Άνθρωποι σαν εμένα δεν πρέπει να υπάρχουν. Αυτό μου έλεγε με κλωτσιές και φτυσιές. Άνθρωποι σαν εμένα, άνθρωποι σαν εσένα, αυτό μου φώναζε, αυτό σου φώναζα. Σου το φώναζα να το πάρεις μαζί σου εκεί που πηγαίνεις, να μην το χάσεις ποτέ από το μυαλό σου. Δεν πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι σαν εμένα, σαν εμένα. Σαν εσένα, φώναζε. Είχα φύγει, είχα λείψει, είχα πολεμήσει, είχα νικήσει, είχα ταξιδέψει, είχα γυρίσει. Δεν έπρεπε να είχα φύγει, να είχα λείψει, να είχα πολεμήσει, να είχα νικήσει, να είχα ταξιδέψει, να είχα γυρίσει. Δεν έπρεπε.

Ιθάκη. Όποιος την αφήνει πίσω δεν ξαναγυρίζει, φώναζε. Όποιος την αφήνει πίσω και ξαναγυρίζει δεν πρέπει να υπάρχει. Δεν επιτρέπω να με νοσταλγούν, δεν, δεν επιτρέπω να φεύγουν από μένα, να ξαναγυρίζουν σε μένα. Να μένουν, να μη φεύγουν. Αυτό επιτρέπω. Μόνον αυτό.

Οδυσσέας. Ναι. Το τελικό τέρας είμαι εγώ. Το πιο σκληρό τέρας δεν είναι το ταξίδι, δεν είναι ο Κύκλωπας, οι Λαιστρυγόνες, δεν είναι η Κίρκη, ο Ποσειδώνας. Δεν είναι τα λιμάνια, οι τρικυμίες, τα αρώματα, οι μελωδίες, τα υφάσματα, οι ιστορίες, τα πρόσωπα, οι γνωριμίες, τα κορμιά, οι συνουσίες. Όχι. Δεν είναι οι Σειρήνες, η Σκύλλα και η δίψα. Δεν είναι η νοσταλγία. Νοσταλγία. Νοσταλγία. Όχι, όχι, καμία. Το πιο σκληρό τέρας εγώ. Κανένας νόστος. Ποτέ νόστος. Εγώ το μόνο τέρας.

Να ξαναφύγω. Ούτε Τροία, ούτε Τρώες, ούτε Δαναοί, ούτε σύντροφοι. Να φύγω μόνος. Να μην ξαναγυρίσω, αυτό θέλω, Να την αφήσω πίσω, να μην την ξαναδώ, πίσω για πάντα. Πίσω αυτή, μπροστά εγώ. Μπροστά μόνος εγώ. Τώρα αυτή είμαι ό,τι θέλει. Δε μπορώ τίποτε άλλο. Μέσα της εγώ. Ιθάκη. Όποιος την αφήνει πίσω ξαναγυρίζει. Μέσα μου. Να τιμωρηθεί, συνέχιζε να το λέει. Τελευταίος νόστος. Βουλιάζοντας την άκουσα να λέει τ' όνομά μου. Και ήταν το δικό της.

Ιθάκη

Τον περίμενα και γύρισε. Νόστος. Όλοι τον περίμεναν αλλά εκείνος γύρισε για μένα. Οδυσσέας. Μόνο για μένα. Ηλιοψημένος, θαλασσοδαρμένος, χαροκαμένος, στερημένος, μόνος, κυνηγημένος, εξαντλημένος, πονεμένος, αποθαρρυμένος, αλλά αυτός. Ο ίδιος. Απαράλλαχτος. Είχε γυρίσει. Και ήταν πάλι δικός μου. Νόστιμον ήμαρ. Όλοι τον υποδέχθηκαν. Εγώ ήμουν όλοι αλλά και κάτι παραπάνω. Αυτό ήμουν εγώ, το παραπάνω. Σας μιλώ από εκεί όπου δεν έπρεπε να βρίσκομαι. Πιο πολύ απ' όλους εγώ τον περίμενα. Έρωτας. Αυτός είναι ο έρωτας. Η ατέλειωτη αναμονή. Το τέλος της ατέλειωτης αναμονής. Ο μαρτυρικός πόθος. Το τέλος του μαρτυρικού πόθου. Αυτός είναι ο έρωτας. Να φτάνει όταν έχει γίνει η αναμονή αβάσταχτη. Να δίνεται όταν έχει γίνει ο πόθος αβάσταχτος. Αυτός είναι ο έρωτας, αβάσταχτος. Έτσι τον περίμενα. Με αναμονή αβάσταχτη. Με πόθο αβάσταχτο. Πιο πολύ απ' όλους εγώ ήμουν όλοι και κάτι παραπάνω. Νόστος. Σας μιλώ από εκεί όπου δεν έπρεπε να βρίσκομαι. Βρίσκομαι εκεί όπου με έστειλε αυτός.

Είχε φτάσει και ήρθε και προχώρησε και δεν ασχολήθηκε με κανέναν. Το πρώτο πράγμα που τον έφερε σε μένα ήταν ν' ασχοληθεί μ' εμένα. Αυτό ήθελα αλλά όχι έτσι. Δεν είχε μάτια ούτε για το γιο του, ούτε για τον πατέρα του, ούτε για τη γυναίκα του, ούτε για το παλάτι του, ούτε για το λαό του, ούτε για το σκύλο του, ούτε για τους φίλους του, ούτε για τους μνηστήρες, ούτε για τους θεούς. Είχε μάτια μόνο για μένα. Αυτό ήθελα αλλά όχι έτσι.

Σας μιλώ από εκεί όπου δεν έπρεπε να είμαι. Ας λένε. Δεν υπάρχει άλλη ευτυχία, μία είναι, ο έρωτας τη δίνει, μόνο ο έρωτας δίνει αυτήν την ευτυχία που είναι μία και δεν υπάρχει άλλη. Ο έρωτας είναι η ευτυχία και όποιος την έχει δε θέλει να τη χάσει κι όποιος την ψάχνει ζει μόνο γι' αυτή. Κι όποιος τη βρίσκει δε θέλει τίποτε άλλο. Κι όποιος τη χάνει δεν έχει τίποτε άλλο για να ζει. Κι όποιος δεν τη βρίσκει δε ζει.

Σας μιλώ από εκεί όπου με έστειλε αυτός. Ήρθε. Αλλά δεν έφερε αγκαλιά ούτε και ψίθυρο λατρείας. Κανένα χάδι, κανένα άγγιγμα λαγνείας, ούτε φιλιά από κείνα που όσα μαζεύτηκαν από τον πόνο του στερημένου έρωτα τα σκοτώνουν. Ήρθε αλλά δεν έφερε την ένωση. Δεν ήρθε γι'αυτό. Όχι όπως θα στεκόταν απέναντι στην Πηνελόπη στάθηκε απέναντί μου, όπως απέναντι στους μνηστήρες. Δε σημάδεψε εκείνους. Πήρε το τόξο του, το τέντωσε όπως θα τέντωνε μόνον αυτός το τόξο του για να σκοτώσει τους μνηστήρες και με σημάδεψε.

Δεν το περίμενα. Ήμουν έτοιμη να του παραδοθώ, να του δώσω όσα είμαι, όσα χρειαζόταν για να σωθεί, για να γίνει ευτυχισμένος αφού μόνο δικός μου θα γινόταν ευτυχισμένος. Πουθενά δεν είχε βρει αυτό που θα του έδινα εγώ. Από πουθενά δεν πήρε αυτό που χρειαζόταν. Εμένα χρειαζόταν. Η ευτυχία του ήμουν εγώ. Δεν ήρθε με έρωτα. Με σημάδεψε και γέμισε αιχμές όλο το σώμα μου. Γερασμένος, τσακισμένος, προδομένος, χωρίς όνειρα, χωρίς αυταπάτες, ασυντρόφευτος, φαγωμένος, σακατεμένος.

Όλα πίσω του, μπροστά του μόνο η Ιθάκη. Τίποτε άλλο. Ποτέ άλλοτε δεν είχε τεντωθεί έτσι το τόξο του. Ποτέ άλλοτε το βέλος του δεν έφυγε με τέτοια ορμή, τέτοια ευστοχία. Ποτέ άλλοτε δεν έφτασε στο στόχο του με τέτοια διεισδυτικότητα. Με γέμισε ολόκληρη με όλες τις αιχμές του βέλους του. Νόμιζα πως θα τον έκανα εγώ ευτυχισμένο. Όχι αυτός. Δεν άφησε σημείο που να μη μπήκε αλλά δεν ήταν έτσι που ήθελα, ποθούσα, περίμενα να μπει. Παντού αιχμές του πόνου. Πόνος παντού. Ιθάκη με πόνους παντού. Πόνοι και όλοι μαζί δε με κράτησαν όρθια. Από τους πόνους έπεσα. Σώμα κατάσπαρτο από το βέλος του Οδυσσέα. Ιθάκη κάτω.

Έρωτα, έρωτα.
Αυτόν φώναξα που ήταν έρωτας. Τον φώναξα. Δεν ήρθε ο έρωτας, ήρθε ο Οδυσσέας. Και τότε άρχισε να μου δίνει. Τότε τα έδωσε όλα. Τι αντίστροφος εραστής, αντίπαλος λατρευτής, αντίθετος σύζυγος, ανάποδος πορθητής. Όσα βρήκε τσεκούρια, μαχαίρια, λόγχες, στιλέτα, ό,τι κοφτερό έπιασαν τα χέρια του με όλα απασχόλησε το σώμα μου απλόχερα. Αιφνιδιάστηκα. Τρόμαξα. Εγώ η Ιθάκη παρέλυσα μπροστά στην κυκλική μετωπική ολομέτωπη επίθεση. Δεν πρόλαβα. Με καθυστέρησε η παρατεταμένη αναμονή του πόθου. Δεν πάλεψα, δεν αντιστάθηκα. Με παραπλάνησε η βεβαιότητα της εκπλήρωσης το μήνυμα ότι δεν ήταν πια δικός μου όλος επιτέλους μέσα μου.

Και υποδέχθηκα το μίσος του. Ούτε η Τροία δε διαμελίστηκε έτσι. Ούτε η Τροία δεν αιφνιδιάστηκε έτσι. Ούτε η Τροία δεν αιφνιδιάστηκε όπως εγώ. Μόνο μίσος. Και δε χρειάστηκαν δέκα χρόνια σε λίγο όλα είχαν τελειώσει. Μόνος του ένας ολόκληρος στρατός. Όλοι οι Αχαιοί, όλες οι μηχανές, όλες οι πανοπλίες, όλο το μίσος, όλος ο εχθρός. Γερασμένος, κουρασμένος, απελπισμένος, τελειωμένος αλλά θυμωμένος θυμωμένος, αποθηριωμένος, ασυγκράτητος, μανιασμένος, ανελέητος, αποφασισμένος, έτοιμος, ώριμος γι' αυτό το έργο.

Φώναζε. Ακούω τη φωνή του. Εδώ που είμαι τώρα όπου με έστειλε αυτός ακούω τη φωνή του. Φώναζε αν δεν ήταν η Ιθάκη δε θα ήταν η Τροία, αν δεν ήταν η Τροία δε θα ήταν η Ιθάκη. Φώναζε και ήταν ολόκληρος ένας ολόκληρος στρατός που φώναζε. Εδώ που είμαι τώρα το ακούω ακόμα. Μετά την Τροία εγώ τον είχα πονέσει, τον είχα κλάψει, προσευχήθηκα γι' αυτόν. Αυτόν και μόνος αυτόν περίμενα εγώ η καλή, η δεκτική, η μητρική, η γη του, εγώ που ήμουν ο προορισμός , ο γυρισμός, που ήμουν όλα.

Του τα έδειξα. Την Πηνελόπη, τον Εύμαιο, τον Τηλέμαχο, την Ευρύκλεια, τον Άργο, Τον Λαέρτη, το παλάτι του τα χωράφια του, το θρόνο του, το λαό του. Του έδειξα εμένα. Με κοίταξε σκυμμένος πάνω μου κι αυτό που έψαχνε αυτό που βρήκε θ' άρχιζε την άλωση. Σκυμμένος με μίσος Οδυσσέας δούρειος. Δεν είμαι η Τροία του φώναξα.

Σας μιλώ από εκεί που δεν έπρεπε να είμαι. Ένας άδειος άντρας ήταν. Άδειες φλέβες, άδειοι μύες, άδεια νεύρα, όλος άδειος, γεμάτος μόνο από μίσος. Μαύρος νόστος. Και τότε ένιωσα άχρηστη. Όλα μαζί και μαζί τα παραπάνω όλα άχρηστα. Λιμάνι ούτε γι' απόπλου ούτε για γυρισμό, ούτε πριν ούτε μετά το ταξίδι. Ούτε παρηγοριά, ούτε λαχτάρα. Κάτι που δεν το θέλει, δεν το χρειάζεται κανείς. Άνοστον ήμαρ.

Δεν άρχισε από έναν. Από όλους άρχισε. Από όλους μαζί. Σκότωνε και σκότωνε πρώτοι όλοι μαζί και όλοι τελευταίοι. Ο Τηλέμαχος, η Ευρύκλεια, ο Εύμαιος, ο Λαέρτης, η Πηνελόπη, ο Άργος, ο θρόνος, το παλάτι, τα χωράφια, οι μνηστήρες, οι δούλοι, η γαλήνη, η αγάπη και το παραπάνω. Ιθάκη μέσα στα αίματα, Ιθάκη ακρωτηριασμένη, αποκεφαλισμένη, Ιθάκη διαμελισμένη, κρεουργημένη, στραγγαλισμένη, κατασπαραγμένη, πυρπολημένη, ισοπεδωμένη, ερημωμένη. Και βούλιαξα. Καταποντισμένη, ναυαγισμένη, πνιγμένη. Ιθάκη στον μέλανα βυθό, στο άφωτο σκοτάδι. Όλοι μαζί εκεί που είμαστε τώρα, όπου μας έστειλε αυτός.

Και τώρα τίποτε. Εκεί που είμαστε δεν είμαστε. Κι αυτός που είναι έφυγε, δεν έφυγε, έμεινε, πού να μείνει, δεν είχε μείνει τίποτε. Πού πήγε. Δεν τον είδα να φεύγει. Και δεν τον ξαναείδα. Ποιος
τον είδε, τον είδε κανείς. Πέρασαν χρόνια και χρόνια από τότε. Ποιος τον είδε, τον είδε κανείς; Ποιος να τον δει. Χαμένος. Αυτό είναι, ένας άνθρωπος χαμένος, ένα χαμένο κορμί. Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν άκουσε ποτέ ξανά γι' αυτόν. Κανείς δε θυμάται ποιος ήταν το όνομά του. Κανείς δεν ξέρει, έφυγε, γύρισε, χάθηκε, ποιος ήταν. Ούτε αυτός που βασίλευε, ούτε αυτός που ταξίδευε, ούτε αυτός που έμαθε και έμαθε, ούτε αυτός που αγάπησε, ούτε αυτός που νοστάλγησε, ούτε αυτός που μηχανεύτηκε, ούτε αυτός που αγαπήθηκε, ούτε αυτός που νίκησε, ούτε αυτός που γύρισε. Ποιος ήταν, κανείς, αυτό του άξιζε, κανείς. Τέτοιος χάθηκε έπειτα από χρόνια και χρόνια. Ούτε ένας. Ουδείς. Νόστος άνοστος. Κι εμείς εδώ, εδώ που είμαστε, μαύρη γαλήνη, κενό παγωμένο, υγρό σκοτάδι. Όλοι εμείς εδώ στο τίποτα, σκιές χωρίς σκιά. Κι αυτός όπου κι αν είναι, σκιά κι αυτός χωρίς σκιά. Μιλώ αλλά δεν είμαι.

Εγώ η σφαγμένη Και όλοι γύρω μου σφαγμένοι

Στον πιο αβυθομέτρητο βυθό φωνάζω για ν' ακούσω την φωνή μου κανείς δεν με ακούει

Ιθάκη στον Άδη χαμένη

στον βυθό του Άδη

Άνοστος νόστος

Φωνάζω για να ακούσω το όνομά μου

Το ακούω μόνον εγώ

Άνοστος νόστος

άνοστος

Φωνάζω το όνομά μου

το ακούω

και το όνομά μου είναι

Τροία.



Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε