Όλοι έφαγαν εκτός από μένα
Επρόκειτο να γίνει ένα οικογενειακό τραπέζι. Ο πατέρας μου μού είπε να πάρω τηλέφωνο τον θείο μου να τον καλέσω. Ρώτησα αν θα του πω να έρθει στις 14.00 αλλά ο πατέρας μου μου είπε να του πω 13.30
Κατά λάθος πήρα τον Τάσο και τον κάλεσα. Όταν κατάλαβα πως δεν είναι η φωνή του θείου μου ρώτησα πού είναι για να καταλάβω με ποιον μιλάω. Μου απάντησε "είμαι στο διάδρομο του ξενοδοχείου του φίλου μου του Σπύρου". Τότε κατάλαβα πως είναι ο Τάσος και του είπα πως δεν ισχύει η πρόσκληση. Στενοχωρήθηκε πολύ.
Έφτασαν πολλοί καλεσμένοι κι έτρεχα να σερβίρω. Υπήρχαν πολλά φαγητά αλλά μόνο ένα που δεν είχα φτιάξει εγώ: μακαρόνια με κιμά που είχε φτιάξει η μητέρα μου. Έπαιρνα τα πιάτα με τα μακαρόνια και τους έριχνα μέσα νερό. Στην αρχή πλημμύριζαν αλλά μετά τα μακαρόνια απορροφούσαν το νερό και φαίνονταν ωραία. Δεν δοκίμασα αλλά είδα ότι οι καλεσμένοι τα έτρωγαν.
Στο τελευταίο πιάτο η βρύση αντί για νερό έβγαζε τριμμένο τυρί. Μετά έβγαλε και νερό. Το πιάτο αυτό το πήρε ο Αχιλλέας και, όταν πήγα να δω τί γίνεται στο τραπέζι, μου έβαζε το πιρούνι με το τυρί πολύ κοντά στη μύτη και μου έλεγε ενθουσιασμένος "κοίτα πόσο τυρί".
Όλα τα φαγητά τελείωσαν και δεν είχα προλάβει να φάω τίποτα.