Τ' όνομά μου είναι εγωισμός
Ο άνθρωπος γύρω από τα μάτια
Ένα απροσδόκητο θαύμα μέσα στον καύσωνα.
Σε είχα ξαναδεί. Μου ήσουν εξαιρετικά αντιπαθής, έτσι, χωρίς λόγο. Μια μέρα μου μίλησες και σκέφτηκα "πώς τολμάς να μου απευθύνεις τον λόγο, αντιπαθέστατε τύπε". Μετά μου ξαναμίλησες και ήταν περίεργο. Εγώ εξακολουθούσα να σε αντιπαθώ, σε κοίταξα όμως να δω τι έχεις να πεις και πώς θα το πεις.
Το είπες με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο. Σηκώθηκες να φύγεις, γύρισες και με κοίταξες στα μάτια λέγοντας "θα ξανάρθω". Αυτό το βλέμμα με διαπέρασε σα σπαθί, κυριολεκτικά πέρασε από μέσα μου μπαίνοντας από τα μάτια και σκανάροντας όλο μου το σώμα, φυσικό και συναισθηματικό.
Όταν ξαναείδα τα μάτια σου ήταν κάτι συγκλονιστικό. Μου μίλαγες με τα μάτια και σου έκανε εντύπωση που καταλάβαινα τι έλεγες. Είπες ότι ήθελες να με γνωρίσεις. Εγώ ήμουν σε μια περίεργη φάση τότε, ένα μικρό πισογύρισμα σε μια τελειωμένη σχέση που δεν ήταν καν ολοκληρωμένη σχέση. Από τη μία ήθελα να είμαι καθαρή κι από την άλλη χρησιμοποιούσα αυτή τη μη σχέση ως δικαιολογία για τους ενοχλητικούς. Σου είπα όχι και το δέχτηκες αξιοπρεπώς.
Δεν παρέλειψες όμως να ξαναέρθεις και να με ξανακοιτάξεις. Δυνατός και ξεχωριστός. Για μένα η υπόθεση είχε προδικαστεί, τα μάτια σου με είχαν διαπεράσει, προκαλούσαν στο σώμα μου έναν ευχάριστο πόνο και στο μυαλό μου διαρκή ονειροπόληση.
Συγκέντρωσα το μυαλό μου και σε κάλεσα νοερώς. Και να σου μπροστά μου, διασταυρωθήκαμε σε μια γωνία. Συμπέρανα τότε ότι ο θεός είναι ζωντανός μέσα στη ζωή μας και μας ικανοποιεί τα δίκαια αιτήματα αυτομάτως, αρκεί να τα υποβάλουμε. Με κοίταζες στα μάτια. Σε κάλεσα. Δεν είπες ούτε ναι ούτε όχι. 4 μέρες σιωπή. Περίμενα. Αν και είμαι πλέον σίγουρη για τον εαυτό μου και δε με κλονίζει η ερωτική άρνηση, αυτή η σιωπή γέννησε κάποιες αμυδρές αρνητικές σκέψεις. Το δούλεψα: ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα εκτός από τον εγωισμό μου, ότι είσαι και συ άνθρωπος, ότι έχεις και συ τα δικαιώματα που αναγνωρίζω στον εαυτό μου, ότι δικαιούσαι να το σκεφτείς ή να μη θέλεις ή να εκδηλώσεις θιγμένο εγωισμό. Κατάφερα και νίκησα τις αρνητικές σκέψεις με το σεβασμό για σένα. Με έκπληξη είδα ότι ακόμα και στον ύπνο μου έκανα αυτή τη διαδικασία και νικούσα τις αρνητικές σκέψεις.
Τελικά ήρθες. Δε ρώτησα γιατί άργησες, δεν είχε καμία σημασία. Εσύ όμως ρώτησες γιατί άλλαξα γνώμη και ήμουν ειλικρινής. Μιλούσες απέναντί μου και αγαπούσα το πρόσωπό σου. Δεν έχω δει τίποτα πιο γλυκό και ευάλωτο από το πρόσωπό σου όταν μου μιλούσες. Περάσαμε όμορφα, αβίαστα, χωρίς να αγγίξουμε σωματικά ο ένας τον άλλο. Εσύ μόνο με έπιανες απαλά από τη μέση όταν περπατούσαμε. Με πήγες σπίτι μετά και στο αυτοκίνητο σου μίλησα για τις πιο προσωπικές μου αναζητήσεις. Σου έκανε τόση εντύπωση που γύρισες ξαφνιασμένος και με κοίταξες την ώρα που οδηγούσες. Σκέφτηκα ότι ίσως μίλησα παραπάνω από ό,τι έπρεπε, ότι χαμογέλασα υπερβολικά, ότι σε φρίκαρα.
Όχι, δεν ήταν έτσι, γιατί ήρθες την άλλη μέρα να με βρεις και ήσουν χαρούμενος. Είχες σκεφτεί πολύ αυτά που έγιναν μεταξύ μας, μου έκανες ερωτήσεις, απάντησα. Το πρόσωπό σου ήταν γλυκό και ευάλωτο, τα μάτια σου μέσα στα δικά μου. Ήσουν ενθουσιασμένος, πετούσες σαν ερωτευμένος έφηβος, εγώ επίσης. Σου μίλησα όμορφα, με τον πιο ωραίο τρόπο που μπορώ. Βλέπω σε σένα κάτι ιερό, έτσι πρέπει να βλέπουμε όλους τους ανθρώπους. Έβαλες το χέρι σου κοντά στο δικό μου, μη νομίζεις ότι δεν το πρόσεξα. Εκεί που είχα ακουμπήσει το χέρι μου, ακούμπησες δίπλα το δικό σου και κοιταχτήκαμε στα μάτια, ήταν τρυφερό.
Στο μυαλό μου έχουν εισβάλει τολμηρές σκέψεις, προσπαθώ πολύ να μην προχωρήσω γρήγορα, μου αρέσει αυτή η γνωριμία όπως εξελίσσεται διακριτικά και αργά. Με σεβασμό, σα να έχω απέναντί μου τον ευαίσθητο και εύφλεκτο εαυτό μου. Έναν άνθρωπο ιερό που ξεδιπλώνται γύρω από δυο απίστευτα μάτια.
Η Αθήνα φλεγόταν από πενθήμερο καύσωνα, το σπίτι μου έκαιγε κι εγώ είχα πια εξανληθεί από τη ζέστη. Όμως δεν αρνήθηκα να σε δω. Ήρθες και με πήρες από το σπίτι, μίλαγες σα να είχαμε σχέση, πολύ κτητικά, με έλεγες "μωρό μου". Αυτό με ξένισε λίγο αλλά περάσαμε όμορφα. Συζητούσαμε πνευματικά θέματα. Έγινε μια κίνηση αγκαλιάς όπου εσύ έδωσες το βήμα και περίμενες από μένα να το συνεχίσω κοιτώντας με έντονα στα μάτια με το χέρι σου στη μέση μου. Στάθηκα για λίγο και μετά δεν έκανα μπροστά, δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί είχα γίνει μούσκεμα από τη ζέστη, ίσως γιατί ήθελα το πρώτο μας φιλί να είναι το τέλειο.
Οι επόμενες 2 εβδομάδες κύλησαν αβίαστα. Ένα βήμα εσύ, ένα εγώ, έπιανες κάθε ευκαιρία να έρθεις πιο κοντά μου στον αέρα. Τη μέρα που με κάλεσες στο χώρο σου φέρθηκες σαν σε ιερό φιλοξενούμενο. Με περίμενες στην πόρτα, μου έβαλες την καρέκλα να κάτσω, κάθισες απέναντι και μιλήσαμε με σεβασμό. Μαγεία.
Καθώς σε γνώριζα καλύτερα έβλεπα πόσο πολύ μοιάζουμε. Ίδιες αναζητήσεις, ίδια ενδιαφέροντα, ίδιες αξίες. Δήλωσες πως έχεις τάσεις απομόνωσης, τα ξέρω αυτά πολύ καλά. Όμως... ξαφνικά χάθηκες. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Λυπήθηκα, ένιωσα άσχημα. Σε σκεφτόμουνα όμως με αγάπη.
Τελικά είχε γίνει κάποια παρεξήγηση, είχες και συ παράπονα όπως και γω. Μέρες ήμουν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, σου το είπα, έκανες πολλά για να με ηρεμήσεις. Όμως, δεν ξέρω τι μου συνέβη, ήταν η Πανσέληνος, η ορμονική μου διαταραχή, η πρωτεύουσα θέση που είχες πάρει μέσα στο μυαλό μου; Εξερράγην... Σου μίλησα από το χειρότερο εαυτό μου, ντρέπομαι.
Εσύ όμως... Καλός, υπομονετικός, ώριμος και αφοσιωμένος. Εκεί κάπου ερωτεύτηκα. Για λίγες μέρες δεν ήσουν καλά μετά το ξέσπασμά μου, σου συνέβησαν και διάφορες ατυχίες, έπεσες ψυχολογικά. Όμως ήσουν αφοσιωμένος. Χανόσουν κάποιες φορές, πράγμα που μπορώ να καταλάβω αν και με λυπούσε που δε σε έβλεπα συνέχεια.
Η σχέση μας συνεχίστηκε όμορφα. Ένα βήμα ο ένας, ένα ο άλλος. Μου χάιδευες τα μαλλιά, με κοίταζες στα μάτια κι έλεγες τρυφερά "μάτια μου όμορφα", τρώγαμε τα μεσημέρια μαζί, μιλάγαμε για πνευματικά θέματα. Μου μίλαγες για τα ταξίδια που ήθελες να πάμε, ταξίδι του μέλιτος 10 χρόνια, να κάνουμε 7 παιδιά. Οι φίλοι μου παρατήρησαν με μειδίαμα ότι παρά την ανεξάρηττη φύση μου, δεν αντιδρούσα και άσχημα σε αυτές τις προτάσεις. Κι ότι ήμουνα ήρεμη. Επιτέλους μία σχέση που τα έχει όλα, πνευματική επικοινωνία, συναίσθημα, σεξουαλική έλξη.
Τότε έγινε κάτι αναπάντεχο και μοιραίο. Που το κατήυθυνε ο Θεός, όπως ο Θεός σε έφερε στο δρόμο μου για να μου δώσει ένα μάθημα. Σε ρώτησα, δεν απάνταγες σωστά, επέμεινα και τελικά συνοφρυώθηκες και είπες την αλήθεια. "Είμαι παντρεμένος, δε στο είπα για να μην αλλάξεις συμπεριφορά, συγνώμη". Ομολογώ, αγαπούσα τη φωνή σου ακόμα κι όταν έλεγες αυτά τα λόγια.
Δεν είπα λέξη κακιά, μόνο ότι σοκαρίστηκα. Λυπήθηκες, μίλαγες σα βρεγμένη γάτα. Ζήταγες συγνώμη. Σε συγχώρεσα όπως ελπίζω και μένα να με συγχωρέσουν οι άνθρωποι που έχω πληγώσει. Ρώτησες αν θέλω να ξαναβρεθούμε, να' ρθεις να με ξαναδείς, είπα όχι, με τίποτα.
Δεν ήταν λοιπόν οι τάσεις απομόνωσης αλλά η συζυγική ζωή που σε έκανε να χάνεσαι. Δεν ήταν ο καθαρός έρωτας και σεβασμός, αλλά ο έλεγχος της συνείδησής σου που σε έκανε να είσαι κουμπωμένος. Δεν ήταν ότι σκεφτόσουν πολύ πριν απαντήσεις στα μηνύματά μου, αλλά ότι δε μπορούσες να απαντήσεις αμέσως. Δεν ήταν ότι δε σου αρέσει να μιλάς στο τηλέφωνο αλλά ότι δε μπορούσες να μιλήσεις. Δεν ήταν ότι διαλογιζόσουν με τις ώρες, ότι είχες προχωρήσει πιο πέρα από το μέσο άνθρωπο πνευμαιτκά, που ήσουν τόσο κλειστός, απλώς κρυβόσουν. Δεν ήταν ότι στη δική μας σχέση μπορούσα να γελάω ανέμελα με όλα τα πράγματα που οι φίλες μου θα θεωρούσαν ύποπτα (όπως ότι δεν έπαιρνες ποτέ μαζί το κινητό σου, ή ποτέ δε σε έβρισκα βράδυ) αλλά όντως ήταν δείγματα της κοροϊδίας σου. Δεν ήταν ότι δεν ήθελες να ταλαιπωρηθώ και να έρθω εγώ στη γειτονιά σου αλλά ότι είχες λόγους να μη θέλεις να έρθω.
Μα... μου είπες να πάμε για μπάνιο, ότι πηγαίνεις μόνος σου και αυτοσυγκεντρώνεσαι και θέλεις να πας μόνο μαζί μου, είπες να έρθω να κοιμηθώ σπίτι σου, να πάμε ταξίδια, να μου δείξεις την καντίνα που πηγαίνεις μόνος σου τα βράδια, να πιάσεις μια γκαρσονιέρα για να' σαι πιο κοντά μου, να με κουρέψεις, να περάσουμε μαζί τον Αύγουστο στην Αθήνα, να παντρευτούμε, να μου δείξεις την κοιλιά σου και ό,τι άλλο θέλω, να τη δείχνεις μόνο σε μένα. Είπες ότι σε έχω βοηθήσει πολύ ψυχολογικά, ότι σε ξεχειλίζει τρυφερότητα για μένα, ότι μου έδωσες όλο σου το είναι. Με ρώτησες εξονυχιστικά για τα πάντα, για κάθε μου βήμα, για τη ζωή μου.
Πόνεσα. Η καρδιά μου πόνεσε. Κλείστηκα σπίτι για μέρες και διάβαζα ψαλμούς. Να μπορέσω να καθαριστώ από αυτό, μη μου αφήσει σημάδι, μη μου αφήσει δυσπιστία για τους ανθρώπους. Να μπορέσω να διατηρήσω την αγνότητα και καθαρότητά μου, μη γίνω πονηρή, μη γίνω κυνική, μην αδικήσω τον εαυτό μου και τους άλλους.
Κοιτάζω τα μάτια σου στη φωτογραφία σου και βλέπω τα δικά μου ανήσυχα μάτια. Τα μαλλάκια σου ξανθά κάτω από τον ήλιο, νιώθω να τα χαϊδεύω. Σε κοιτάζω στα μάτια με παράπονο. Γιατί Βασίλη; Πώς μπόρεσες να με κοιτάζεις στα μάτια κατευθείαν; Γιατί μολύνεις έτσι τα ιερά μου; Πώς μπορείς να με αποκλείεις από το να σε αγγίξω, να αγγίξω τα μάγουλά σου, τα γένια σου, τα χείλη σου, να ξανακοιτάξω τα μάτια σου; Πώς μπορείς να γκρεμίζεις το όνειρο να ξαπλώσουμε μαζί, να γίνουμε ένα.
Γιατί; Ξέρω γιατί. Επειδή έχεις το κακό μέσα σου χωρίς να είσαι κακός άνθρωπος. Επειδή τα θέλεις, σαν κακομαθημένο παιδί, όλα δικά σου αδιαφορώντας για τις ψυχές των άλλων. Γιατί είσαι υπερευαίσθητος και δεν αντέχεις τις συνέπειες των πράξεών σου. Γιατί έχεις έναν άρρωστο εγωισμό. Τα ξέρω όλα αυτά, τα έχω και γω. Και σ' αγαπώ όπως τον εαυτό μου. Έμαθα κάτι, οι πράξεις μας έχουν συνέπειες, φεύγουν στο σύμπαν κι έρχονται πίσω σε μας, πάνω μας με σφοδρότητα και μας χτυπάνε αλύπητα. Κανείς δε γλιτώνει.
Ο θεός λοιπόν καθοδήγησε πράγματι όλη αυτή την ιστορία: να αλλάξει η πρώτη και πάντα σωστή εντύπωσή μου για σένα, να μαγευτώ από έναν άντρα άσχημο, εγωιστή, κοντό, πολύ μεγάλο για μένα, έναν άντρα που σε καμία περίπτωση δε θα κοίταζα υπό άλλες συνθήκες, να τυφλωθώ και να μη βλέπω κανένα από τα σημάδια και τελικά να μάθω την αλήθεια με τον πιο ομαλό τρόπο που μπορούσα. Ο θεός καθοδήγησε αλλά όχι για το λόγο που πίστευα, αλλά για να πάρω ένα ψυχοφελές μάθημα. Στρέφω την προσοχή στον εαυτό μου λοιπόν.
Ευτυχώς εσύ δεν πρόλαβες να μπεις στην καρδια μου.
Οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι έσερναν βίαια μια δυστυχισμένη αμαρτωλή γυναίκα πού είχε συλληφθεί να μοιχεύει. Μόλις την παρουσίασαν μπροστά στο Χριστό, φώναξαν:- Διδάσκαλε, αυτή ή γυνή κατείληπται έπ'αυτοφώρω μοιχευομένη-και εν τω νόμω ημών Μωυσής ένετείλατο τάς τοιαύτας λιθάζειν. Συ ουν τί λέγεις;
Τότε ό Ιησούς έσκυψε κι άρχισε να γράφει ήρεμα με το χέρι Του στο έδαφος:
Ό Μ(εσουλάμ) έκλεψε θησαυρό από το ναό. Ό Ά (σήρ) διέπραξε μοιχεία με τη γυναίκα του αδελφού του.Ό Σ(αλούμ) έχει κάνει ψευδομαρτυρίες. Ό Έ(λέντ) έχει δείρει τον πατέρα του. Ό Ά(μαρίς) είναι σοδομίτης.Ό Ί(ωήλ) έχει προσκυνήσει τα είδωλα.
Εκείνοι επέμεναν: Συ ουν τί λέγεις;
Τότε ο γλυκύς Ιησούς σήκωσε το κεφάλι του και είπε:
«Ό άναμάρτητος υμών πρώτος λίθον βαλέτω έπ' αυτήν»
Εκείνοι δε σαν άκουσαν τα λόγια Του άρχισαν να φεύγουν ό ένας μετά τον άλλον, με πρώτους τούς πρεσβύτερους στην ηλικία.