Μη - τέρα (ς)
Δεν επιτρέπεται να μιλάς άσχημα για τους γονείς σου, πρέπει να τους σέβεσαι επειδή σου χάρισαν τη ζωή. Η αιτία όλων των ψυχώσεων του σύγχρονου ανθρώπου.
Λοιπόν η μητέρα μου είναι ένα κανονικό τέρας, ο διάβολος προσωποποιημένος. Η αιτία για το πιο βαθύ μου τραύμα, ο λόγος που αντιμετωπίζω τόσα θέματα υγιούς οριοθέτησης.
Η καρδιά μου είναι διάτρητη από τις επιθέσεις της. Ανελέητες επιθέσεις, πισώπλατες, ευθείες, αδιάντροπες. Ποτέ της δε μου αναγνώρισε το δικαίωμα να υπάρχω ως άνθρωπος. Για αυτήν είμαι το παιδί της. Κατ' αρχάς παιδί, τί παιδί, μωρό. Και μετά παιδί της. Αυτό της δίνει εξουσία πάνω μου. Εξουσία να μη μου δίνει καν λόγο.
Δεν έχω χώρο δικό μου, χρόνο δικό μου, σχέσεις δικές μου, κοσμοθεωρία δική μου, δημιουργία δική μου. Όλα υπόκεινται στον έλεγχό της. Τα δημιουργήματά μου, τα ταλέντα μου, το μυαλό μου, η δουλειά μου, οι σχέσεις μου είναι για να την επιβεβαιώνουν. Διάνοια, είμαι μια διάνοια, αυτό έλεγε και ξανα - έλεγε όταν ήμουν παιδί. Το δικό της παιδί ήταν μια ιδοφυΐα, μια ταλεντάρα. Πώς γίνεται να μην ξέρεις τί σημαίνει αυτή η λέξη, είναι δυνατόν, πώς είναι δυνατόν - απορούσε αν είχα την ατυχία να πω ότι δεν ξέρω κάτι.
Βασικά δεν δικαιούμην να μην ξέρω και να μη μπορώ τίποτα στον διανοητικό τομέα. Και βέβαια με έστυβε σα λεμόνι με μοναδικό στόχο την αυτο - επιβεβαίωσή της. Ατέλειωτα διαβάσματα, πίεση ανελέητη να μάθω και το παρακάτω, να καταλάβω οπωσδήποτε τα μαθηματικά και να αποστηθίσω όλους τους πατέρες της εκκλησίας, ακόμα και στις διακοπές, κάτω από τα πεύκα. Η ζωή μου ένας διαρκής εξαναγκασμός, πίεση και άγχος. Φάε το φρούτο σου, έλα μη χαζεύεις το παρακάτω, ρούφα το γάλα σου (θέε μου, ρούφα, τί σιχαμάρα).
Φυσικά, κανέναν από τους γονείς μου δεν απασχόλησε γιατί μέχρι τα 5 μου δε μιλούσα καθόλου, σε σημείο τα παιδιά της γειτονιάς που παίζαμε δεν ήξεραν το φύλο μου. Και με κούρευε, με κούρευε αντρικά κάθε Ιούνη, μην κολλήσω ψείρες. Πόσο ντρεπόμουν. Εξακολούθησα να μη μιλάω μέχρι και σήμερα, πώς θα μπορούσα να μιλήσω. Η μητέρα μου αμφισβητούσε οτιδήποτε δε συμφωνούσε με τα σχέδιά της και ο πατέρας μου παρεξηγιόταν με το παραμικρό.
Ο πατέρας μου, άλλος αυτός. Πήγαινε η μαμά στο γιατρό, "την αρρωστήσατε τη μάνα σας, θα την πεθάνετε". Δυο γλυκά και υπερβολικά ήσυχα κοριτσάκια που δε δημιουργούσαμε πρόβλημα σε κανέναν, πόσο κολλημένος πρέπει να είσαι για να τους λες κάτι τέτοιο. Και από την άλλη η μαμά συνήθιζε να χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο και να ουρλιάζει όταν δεν εκπληρώναμε τις υψηλές προσδοκίες της στο διάβασμα. Και καλά έκανε αυτή την υπέρτατη θυσία για να μην ξεσπάσει πάνω μας η οσιομάρτυς. Ούτε καταλάβαινε τί σημαίνει για ένα παιδί να φέρεται η μητέρα του έτσι, τί ανασφάλεια και πόνο του προκαλεί.
Όταν προσπάθησα να ανακουφίσω τον εσωτερικό μου κόσμο μέσω του ταλέντου μου στο γράψιμο, δε με άφησε να πάρω ανάσα. 1000 φορές την έπιασα να διαβάζει το ημερολόγιό μου, 1000 μου υποσχέθηκε ότι δε θα το ξανακάνει. Πήρε τα ποιήματά μου κρυφά και τα πήγε στη φιλόλογό μου να τα εκδώσουν. Μα ξέρεις τι φανταστικό θα ήταν αυτό για το αρρωστημένο εγώ της, να έχει το παιδί θαύμα που εκδίδει ποιητική συλλογή στα 8 του;
Όλη μου η εξυπνάδα και η εφευρετικότητα δε με βοήθησαν να προφυλαχτώ. Ένα ανήμπορο παιδί μέσα στο σπίτι της μέγαιρας, πού μπορούσα να κρυφτώ, αφού με παρακολουθούσε νυχθημερόν κι έκανε το σπίτι φύλλο και φτερό όταν έλειπα. Ο πατέρας μου διαφωνούσε αλλά τί μπορούσε κι αυτός να κάνει. Το μόνο που κατάφερα ήταν να τη στείλω για λίγο στο νοσοκομείο όταν έγραψα στο ημερολόγιό μου ότι παίρνω ναρκωτικά. Αλλά αυτό με εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο.
Το κυριότερο που πρέπει να έχει μια μητέρα, η ενσυναίσθηση, έννοια ανύπαρκτη. Γι' αυτήν ήμουν ένα ιδανικό κατασκεύασμα στο μυαλό της. Η προσωπικότητά μου, τα ενδιαφέροντά μου , αυτό που πραγματικά είμαι δεν υπήρχαν γι'αυτή. Για να μη μιλήσω για τα συναισθήματά μου. Όχι απλώς δεν τα καταλάβαινε, δεν τα λάμβανε υπόψιν και δεν τα σεβόταν αλλά έσπευδε αμέσως να τα υποτιμήσει, να τα αμφισβητήσει, ακόμα και να τα κοροϊδέψει. Όταν κάτι δικαίως με θύμωνε, τραγούδαγε τη Θυμιώ...
Φυσικά αυτή η ανελέητη επίθεση στην προσωπικότητά μου, οδήγησε σε βουλιμία με την πρώτη εμφάνιση της εφηβείας. Ξεκίνησα τότε τις εξαντλητικές δίαιτες για να έρχεται να με πιέζει κλαίγοντας να φάω λίγο πορτοκάλι. Η βουλιμία με συνοδεύει μέχρι σήμερα, βάζοντας πολλές φορές τη ζωή μου σε κίνδυνο.
Το σήμερα: η μαμά παριστάνει το πνευματικό άτομο, τον άνθρωπο της προσευχής και της φιλοσοφίας. Της αρέσει να μιλάει για θλιβερά πράγματα, για αρρώστιες, δυστυχήματα, χηρείες. Μ' άλλα λόγια, πετάει τα σκουπίδια της στους άλλους κι εκείνη ζει μια χαρά, ανάλαφρη και πνευματική.
Άλλος ρόλος, υπερκινητική. Κι αυτή και η αδερφή της αδυνατούν να δεχθούν τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως είναι. Οπωσδήποτε πρέπει κάτι παραπάνω να κάνεις προκειμένου να αξίζεις. Να ασχοληθείς με τα κοινά, με την τέχνη, να κυνηγήσεις προαγωγή. Το ενδεχόμενο να δεχτεί ένας άνθρωπος τον εαυτό του και τη ζωή του όπως ακριβώς είναι, δεν υπάρχει.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πελατειακή σχέση με τους αγίους. Οπωσδήποτε πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα και να γίνουν όπως τα θέλει αυτή. Θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να το πετύχει, τάματα, τελετουργικά, προσφορές, οτιδήποτε. Η σοβαρή αρρώστια ξεκινάει όταν αυτό που θέλει να αλλάξει δεν αφορά τον εαυτό της αλλά κάποιον άλλο. Ο άλλος αυτός, που είναι τα παιδιά της, τα ανίψια της ή ο άντρας της, δεν δικαιούται φυσικά να έχει ο ίδιος άποψη για το τί είναι καλό ή κακό γι' αυτόν. Δεν παντρεύεσαι, τραγικό, δεν κάνεις παιδιά, τραγικότερο. Αλλά θα βρω εγώ και θα φέρω το κατάλληλο μαντζούνι, θα στο χώσω κρυφά στο μαξιλάρι και θα στο λύσω το πρόβλημα, θα σε φτιάξω.
Έχουμε μετά το κομποσχοίνι. Ψυχαναγκαστικά, κάθε πρωί, κάθε βράδυ και κάθε μεσημέρι πρέπει να πει δεν ξέρω ποιες και πόσες προσευχές. Από τύψεις, από κόμπλεξ, από αδυναμία να δεχτεί την πραγματικότητα. Πολλές φορές της το λέω "όλες αυτές οι προσευχές που κάνεις, σε τί ωφελούν". Αδυνατεί να καταλάβει τί εννοώ. Προσωπική σχέση με τους αγίους αλλά με τα παιδιά και τον άντρα της αδυνατεί να επιτύχει έστω και στοιχειώδη επαφή.
"Μια γυναίκα που σε αγαπάει, δε χρειάζεται να σε κατασκοπεύσει, ξέρει από την πρώτη κουβέντα που θα της πεις στο τηλέφωνο αν έχεις τσιλιμπουρδήσει. " Αυτά μου είπε ένας φίλος για μια πρώην γκόμενά του που την έστειλε. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τη μαμά μου. Από παιδί είχαμε πάντα την ίδια διαφωνία. "διαβάζω το ημερολόγιό σου επειδή δε μου μιλάς¨, έλεγε και ξανάλεγε η οσιομάρτυς.
Δε σου μιλάω επειδή παραβιάζεις βάναυσα την προσωπικότητά μου, επειδή με κατασκοπεύεις με σκοπό να με κρίνεις, επειδή αποκαλύπτεις σε τρίτους τα πιο προσωπικά μου πράγματα, επειδή ψάχνεις τα πράγματά μου, τα ρούχα μου, τα γραπτά μου, επειδή μιλάς πίσω από την πλάτη μου με φίλους και γκόμενούς μου για αυτό που πιστεύεις ότι δεν πάει καλά με μένα. Επειδή πιστεύεις ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα. Επειδή πιστεύεις ότι κινδυνεύω από παντού, αόρατες δυνάμεις, αρρώστιες. Επειδή δεν εμπιστεύεσαι ούτε το θεό ούτε εμένα ούτε τον τρόπο που με μεγάλωσες. Επειδή ψάχνεις τί διαβάζω, τί πίνω και τι γράφω. Επειδή ενδόμυχα πιστεύεις ότι τα ξέρεις και τα κάνεις όλα καλύτερα από μένα. Επειδή δεν αναγνωρίζεις τις προτεραιότητές μου. Δε δέχεσαι, κοροϊδεύεις τα συναισθήματά μου.